Αντιστοιχούν σ’ ένα πραγματικό μυθιστόρημα όσα μπορεί να σκεφτεί κανείς μπροστά σε μια φωτογραφία με τα παιδιά ενός ορφανοτροφείου. «Εξ όνυχοσ τοΝ λέοντα» θα χαρακτήριζε κανείς το κείμενο του θόδωρου ρουσόπουλου, αφού – έστω κι αν τον αισθάνεΣαι ν’ ακροβατεί μεταξύ μνήμης και φαντασίας – αναδεικνύει μια μεγάλη αλήθεια: Ότι ο πόνος είναι ενιαίος κι ότι τα παιδιά του ορφανοτροφείου της Φιλοθέης της δεκαετίας του ’80 δεν είναι άλλα από τα παιδιά του ορφανοτροφείου της Κυπαρισσίας της δεκαετίας του ’60.

Πήγαινε στο γυμνάσιο πια ο Πέτρος. Αγαπούσε το σχολείο. Αν και αυτό δεν συνηθίζεται ή πάντως δεν συνηθιζόταν τη δεκαετία του ’60, όταν οι εκπαιδευτικοί συνόδευαν τη διδασκαλία με ξύλο. Οι ώρες μαθημάτων άγγιζαν κάθε κομμάτι του εαυτού του. Οι καθηγητές, δύσκολοι, στρυφνοί και απόμακροι. Ομως γι’ αυτόν ήταν το μοναδικό του παράθυρο στον κόσμο. Πιο πολύ του άρεσαν τα Αρχαία. Εκείνες οι παλιές λέξεις τον αγκάλιαζαν ζεστά, βούιζαν ανάκατα στο μυαλό του και του έκαναν παρέα στα γεμάτα σιωπή βράδια του.

Μεσημέρι. Κουδούνι. Παιδιά που βιάζονται σαν τα κατσίκια όταν στριμώχνονται στην πόρτα της στάνης, ποιο θα πρωτοβγεί στο λιβάδι να φάει. Οι μυρωδιές από τις κουζίνες είχαν από ώρα απλωθεί πάνω από τα σπίτια της μικρής μας πόλης.
Ο Πέτρος, μαζί με τα 22 αγόρια και τα δύο κορίτσια του ορφανοτροφείου Κυπαρισσίας, χωρίς να βιάζονται, το ένα πίσω από το άλλο, σαν σε παρέλαση κατά μονάδα, κατηφόριζαν το καλντερίμι που περνούσε έξω από το σπίτι μου. Γραμμή για το δικό τους σπίτι, το ψηλό, τετράγωνο επιβλητικό και σκληρό κτίριο που ξεχώριζε στην άκρη της πόλης, εκεί που άρχιζαν οι ελαιώνες.
Ανεβασμένος σε μια καρέκλα για να φτάνω το παράθυρο παρακολουθούσα σχεδόν κάθε μεσημέρι εκείνη την αργοκίνητη γκρίζα γραμμή των 25 ορφανών, να κατεβαίνει τον δρόμο σιωπηλή. Σπανίως άκουγα φωνές και σπανιότερα γέλια. Είχα ξεχωρίσει τον Πέτρο και ένα από τα κορίτσια. Κοίταζαν πάντα στο παράθυρό μου. Πολλά χρόνια αργότερα θα μάθαινα ότι το κορίτσι αναζητούσε με το βλέμμα τη μεγαλύτερη αδελφή μου με την οποίαν είχαν γίνει φίλες. Και θα της εξομολογιόταν, περασμένα 50 και οι δύο, γυναίκες πια με μεγάλα παιδιά, ότι τότε ζήλευε που η δική μου μητέρα έραβε όμορφα φουστανάκια και ωραίες μεσάτες γαλάζιες ποδιές για τις αδελφές μου. Εκείνη ένιωθε σαν να φορούσε ένα φαρδύ, βαθύ μπλε σακί. Τα αγόρια στα σκούρα με κάθετες ρίγες, όπως ακριβώς των φυλακισμένων.
Ο Πέτρος τελευταίος πάντα στη σειρά των 25 ορφανών. Αλαφρούτσικος σαν πούπουλο. Αφηρημένος, παρότι με το βλέμμα έδειχνε να ελέγχει τον χώρο και τους γύρω του. Με κοίταζε επίμονα.
Το καλντερίμι τελείωνε έξω από το σπίτι μας και έδινε τη θέση του σ’ έναν ακόμη πιο κατηφορικό χαλικόδρομο. Κραπ-κραπ-κραπ, βυθίζονταν τα μαύρα πέτσινα παπούτσια τους ανάμεσα στις πέτρες. Κρύο τσουχτερό σήμερα.
Στο ορφανοτροφείο ακολούθησαν, όπως κάθε μέρα, αυστηρά το πρόγραμμα. Ακούμπησαν τις σάκες με τα βιβλία στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι, το κοινό τους αναγνωστήριο. Επλυναν χέρια και πρόσωπο. Στάθηκαν όρθια γύρω από το στρωμένο τραπέζι. Ο παπα-Χρυσόστομος είπε την προσευχή. Αχνιστά φασόλια χωρίς λάδι. Νηστεία. Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν. Το απόγευμα διάβασμα και κατήχηση.
Στις εννέα ακριβώς έσβησαν κι απόψε τα φώτα. Οπως κάθε βράδυ. Στριφογύρισαν για λίγο στα κρεβάτια τους και ένα ένα άρχισαν να μπαίνουν στον κόσμο των ξεχωριστών ονείρων τους.
Η μητέρα μάς σκεπάζει με μια βαριά μπατανία. Μας χαϊδεύει ένα ένα στο κεφάλι και μας ψιθυρίζει ένα γλυκό νανούρισμα. Πέντε αδέλφια σε δύο κρεβάτια και ένα μωρό στην κούνια. Ο ταχυδρόμος πατέρας κουρασμένος από το περπάτημα των καθημερινών τριάντα χιλιομέτρων του αγροτικού του δρομολογίου έχει ήδη ξαπλώσει. Η παλιά μαντεμένια ξυλόσομπα μας ζεσταίνει γλυκά.
Ο Πέτρος κοιτάζει το ταβάνι. Εδώ και λίγη ώρα ένα φεγγάρι χριστουγεννιάτικο έχει εισβάλει στον μεγάλο θάλαμο και ρίχνει το θαμπό φως του πάνω από τα 25 κεφαλάκια που είναι ξαπλωμένα στη σειρά. Στο διπλανό δωμάτιο ετοιμάζεται για ύπνο η κυρία Ελπίδα. Η μόνη πραγματική ελπίδα ανάμεσά τους ήταν μια ανύπαντρη πενηντάρα γυναίκα. Εντεταλμένη από τη μητρόπολη να τα πλένει, να μαγειρεύει και να τα φροντίζει. Δυο κουρασμένα χέρια δεν φτάνουν όμως να μοιράσουν τόσα χάδια.
Οι ανάσες ακούγονται πια ρυθμικά. Κοιμήθηκαν. Ο Πέτρος όχι. Σηκώνεται σιγά σιγά και πλησιάζει στο παράθυρο. Εδώ και δύο ώρες χιονίζει. Μεσάνυχτα. Το τελευταίο τρένο με δρομολόγιο Αθήνα – Κυπαρισσία πλησιάζει στον σταθμό. Ο Μουντζούρης, όπως τον λέγαμε εξαιτίας της μαύρης από τους καπνούς μηχανής του, αγκομαχάει στα τελευταία μέτρα και ο μηχανοδηγός ενημερώνει την πόλη για την άφιξη της αμαξοστοιχίας με ένα παρατεταμένο σφύριγμα.
Ο Πέτρος βγαίνει στο προαύλιο. Απόψε μετράει χίλιες και μία νύχτες που έμεινε μόνος… Χίλιες και μία νύχτες, χωρίς κάποιον να του πει ένα παραμύθι. Σχεδόν τρία χρόνια και ακόμη δεν συνήθισε. Στρέφει το βλέμμα προς το βουνό. Εκεί πίσω είναι το χωριό του. Το πραγματικό του σπίτι. Ο πατέρας κράτησε τα δύο μεγαλύτερα αγόρια να τον βοηθάνε στα χωράφια όταν πέθανε η μάνα του. Κούτσικο ο Πέτρος, περίσσευε… Βάρος ήταν.
Κοιτάζει για λίγο το αστέρι που στέκει ακριβώς πάνω από το βουνό του χωριού του. «Θα με βλέπεις ψηλά στον ουρανό σαν αστέρι» του είχε πει η μάνα του όταν πια ήξερε πως η αρρώστια δεν της άφηνε άλλα περιθώρια. Κλώτσησε το χιόνι στο προαύλιο. Και το ξανακλώτσησε πολλές φορές. Οι νιφάδες σκορπούσαν και έλιωναν σαν αναπάντητα «γιατί».
Περπάτησε για ώρα γύρω από το ψυχρό τσιμεντένιο κτίριο. Κουράστηκε. Δεν ήθελε να ζήσει άλλο εκεί. Δάκρυσε. Εκλαψε βουβά. Δάγκωσε τα χείλη του.
«Ωµοι, πέπληγµαι καιρίαν πληγήν έσω». (Αλίµονο, βαθιά πληγή, χτύπηµα καίριο έχω δεχτεί…). Τα τελευταία λόγια του Αγαµέµνονα πριν πεθάνει δολοφονηµένος από την Κλυταιµνήστρα. Τα επανέλαβε πιο δυνατά. Πόσο του άρεσαν τα Αρχαία… Ενιωθε κι αυτός προδοµένος. Από τη µάνα που πέθανε, από τον πατέρα που τον άφησε στο ορφανοτροφείο, από τα παιδιά που είχαν οικογένεια.
Τον συνάντησα σχεδόν μισό αιώνα αργότερα να τριγυρίζει σαν φάντασμα στο προαύλιο του εγκαταλελειμμένου πια ορφανοτροφείου. Τον αγκάλιασα και του είπα πόσο λυπάμαι που δεν γίναμε φίλοι τότε. Οταν τόσο πολύ το είχε ανάγκη. «Ημουν μικρός, Πέτρο, και δεν καταλάβαινα. Συγγνώμη…».
Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.