Τον περασμένο χρόνο 3.800 άνθρωποι, ανάμεσά τους πολλά μικρά παιδιά, έχασαν τη ζωή τους στη θάλασσα, προσπαθώντας να περάσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος. Τον πρώτο μήνα αυτής της χρονιάς έχουν πνιγεί περίπου 400 άνθρωποι. Οι αριθμοί αυτοί δεν είναι ουδέτεροι. Υποδεικνύουν μια οπτική γωνία για να εξετάσει κανείς την προσφυγική κρίση, την οποία η επίσημη διαχείρισή της δεν επιτρέπεται να αγνοεί.

Τον περασμένο χρόνο έφθασαν στην Ευρώπη περίπου 850.000 άνθρωποι. Τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν συμφωνήσει να κατανείμουν μεταξύ τους 160.000 εξ αυτών και να προσφέρουν φιλοξενία. Μέχρι στιγμής έχουν μετεγκατασταθεί 49. Και αυτοί οι αριθμοί δεν είναι ουδέτεροι.

Πέρα από τους αριθμούς: Ολα δείχνουν ότι η αιτία που γέννησε το μεγαλύτερο προσφυγικό κύμα από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν πρόκειται να πάψει να γεννά δράματα στο προσεχές μέλλον. Το αντίθετο. Η λογική πρόβλεψη είναι ότι οι ανθρώπινες ροές θα ενταθούν. Και η Ευρώπη εξακολουθεί να μοιάζει χαμένη.

Το Βερολίνο επιχειρεί να πιέσει, να δελεάσει ή να εξαγοράσει την συνεργασία της Τουρκίας, ώστε μεγάλοι αριθμοί προσφύγων να παραμένουν επ’ αόριστον στο έδαφός της. Αλλά η Τουρκία, ανεξάρτητα από προθέσεις, τείνει να εξελιχθεί σε παράγοντα επιδείνωσης παρά ελάφρυνσης του προβλήματος.

Η Τουρκία του Ερντογάν παρασύρθηκε στο τρελό της όνειρο –να γίνει ο φάρος, η έμπνευση και ο ηγέτης ενός νέου σουνιτικού σύμπαντος που θα προέκυπτε από την Αραβική Ανοιξη του 2011, από το Γιβραλτάρ ώς τη Βαγδάτη. Αλλά η Ανοιξη μαράθηκε γρήγορα. Και απέμεινε η βρώμικη εμπλοκή της Τουρκίας στον βρώμικο συριακό εμφύλιο, η οποία τείνει να αποδειχθεί μοιραία. Αντί να εξαγάγει ηγεμονία στη Συρία, η Τουρκία προς το παρόν εισάγει βία που ξεχειλίζει από τις συριακές συγκρούσεις. Και το Κουρδικό, που όλα έδειχναν το 2011 ότι πλησίαζε προς μια ιστορική, συναινετική λύση, κακοφορμίζει πάλι.

Χωρίς την Τουρκία, λοιπόν, η Ευρώπη συσκέπτεται για να αποφασίσει ποιον δρόμο να διαλέξει.

Ο ένας είναι ο δρόμος μιας ευρωπαϊκής λύσης. Οπου οι πολιτικές ηγεσίες αναλαμβάνουν την ευθύνη και το βάρος να συμφιλιώσουν τους αλαφιασμένους πληθυσμούς της Μεσευρώπης με την ιδέα της αναπόφευκτης –κάποιοι επιμένουν: και ωφέλιμης –συμβίωσης με τον άλλον, με τον διαφορετικό. Κατανέμουν έναν μεγάλο αριθμό προσφύγων, αναλογικά, μεταξύ τους. Και λύνουν ορθολογικά τα προβλήματα υποδοχής, καταγραφής και ασφαλούς διέλευσης των προσφύγων. Αυτή τη λύση προτείνει η Ανγκελα Μέρκελ –μόνη, βαλλόμενη στο εσωτερικό της χώρας της, σχετικά απομονωμένη στο ευρωπαϊκό πεδίο, κατηγορούμενη για «ηθικό ιμπεριαλισμό» από τους εκπροσώπους του νεοαυταρχισμού που νοσταλγεί την δεκαετία του ’30, όπως ο Βίκτορ Ορμπαν.

Ο άλλος δρόμος είναι αυτός που ήδη εφαρμόζεται. Οι ευρωπαϊκές χώρες –οι περισσότερες –αντιδρούν προς το παρόν στη μεγάλη προσφυγική κρίση με τον τρόπο που αντιδρούσαν στη μεγάλη οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’30. Σπρώχνουν η καθεμιά την κρίση στην αυλή του γείτονα, κλείνουν τα σύνορα. Αγνοώντας πως έτσι, με το να προσπαθεί ο καθένας να φορτώσει το πρόβλημα στον άλλον, δεν θωρακίζονται παρά μόνο με αυταπάτες, μέχρι να ξεσπάσει επί της κεφαλής τους πολλαπλασιασμένη η κρίση που ξόρκιζαν. Για τις γενιές των πολιτικών μετά τον Πόλεμο αυτό το δίδαγμα ήταν αυτονόητο και η ανάμνησή του ισχυρή. Φαίνεται πως ξεχάστηκε. Λες και η Ευρώπη είναι καταδικασμένη να ξαναπάθει για να θυμηθεί τι παρακίνησε τις διαδικασίες ενοποίησής της.

Κι εμείς; Ας είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας. Η Ελλάδα μπορεί σήμερα να είναι ο πιο ειλικρινής σύμμαχος της Μέρκελ στην απελπισμένη της προσπάθεια για ευρωπαϊκή λύση, φλερτάρισε όμως και η ίδια με την άλλη λύση. Εκανε, πράγματι, τα στραβά μάτια σε ροές μεταναστών που περνούσαν, σαν να θέλαμε να ξεφορτωθούμε απορρίμματα στις ξένες αυλές. Και γοητεύτηκε από την επαρχιώτικη, ανόητη στρατηγική σύλληψη (όπως την εξέφρασε αυθεντικά ο Πάνος Καμμένος, όταν απειλούσε τους Ευρωπαίους με μιλιούνια τζιχαντιστών) της ανταλλαγής με οικονομικά και πολιτικά δώρα της συμβολής μας στη διαχείριση των ροών ως ακριτών. Αναρωτιέμαι αν το λάθος έχει κατανοηθεί.