Διαβάζοντας στην απόφαση της πρόσφατης συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ ότι «οι λύσεις δεν μπορούν παρά να έχουν κοινωνικό και ταξικό πρόσημο», μου δημιουργήθηκαν δυο απορίες. Είναι εθνικά επωφελής η άσκηση «ταξικής» πολιτικής στις παρούσες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες; αλλά και πόσο «ταξική» είναι η πολιτική που ασκεί σήμερα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ;

Η κομμουνιστογενής Αριστερά στη χώρα μας, τις λίγες φορές που πρωταγωνίστησε στην πολιτική ζωή του τόπου, ήταν όταν σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές έθεσε σε δεύτερη μοίρα την ταξική της πολιτική για να εκφράσει και να υπηρετήσει εθνικά συμφέροντα, συμμαχώντας με άλλες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, όπως συνέβη κυρίως με το ΕΑΜ, αλλά και στον αγώνα κατά της χούντας. Το ίδιο συνέβη και διεθνώς με τα Λαϊκά Μέτωπα της δεκαετίας του 1930, τον αντιφασιστικό αγώνα που ακολούθησε, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου.

Τηρουμένων των αναλογιών, η κομμουνιστογενής-ριζοσπαστική αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, αν και βρίσκεται μπροστά σε μια νέα ιστορική «ευκαιρία» να ηγεμονεύσει ασκώντας εθνική πολιτική εξόδου από την κρίση και τα μνημόνια, δυστυχώς για τη χώρα αλλά και για την ίδια, έχει επιλέξει, προς το παρόν τουλάχιστον, τον αντίθετο δρόμο. Διχάζει ισχυριζόμενη ότι ακολουθεί ταξική πολιτική, με δυο εμφανείς στόχους. Πρώτον, να βαφτίσει για μια ακόμη φορά το κρέας ψάρι ώστε να δικαιολογήσει τα αντιλαϊκά μέτρα που είναι αναγκασμένη να εφαρμόσει. Δεύτερον, να εγκλωβίσει την εκλογική της βάση στην ψευδεπίγραφη αρένα της ταξικής αντιπαλότητας, κατασκευάζοντας νέους εχθρούς τώρα που έσβησε το αντιμνημονιακό αφήγημα.

Γι’ αυτό άλλωστε, την ίδια ώρα που ο πρωθυπουργός επικαλείται τον διάλογο και τη συναίνεση, η απόφαση της πρόσφατης Κεντρικής Επιτροπής αναφέρει ότι «οι αναγκαίες συναινέσεις πρέπει να επιτυγχάνονται στη βάση του δικού μας πολιτικού σχεδίου». Και μετά φταίνε τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, επειδή δεν συναινούν «στο δικό τους πολιτικό σχέδιο», του ασφαλιστικού, της παιδείας, κτλ.

Με τον τρόπο αυτό, της επικοινωνιακής διγλωσσίας, του πολιτικού αμοραλισμού και της υποκρισίας, προσπαθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, και πρωτίστως ο πρόεδρός του, να νομιμοποιήσει τη κυβερνητική πολιτική, αγνοώντας ή παραβλέποντας την τοξικότητα της πολιτικής των «δυο αντίπαλων κόσμων» που επιχειρεί να εφαρμόσει. Τοξικότητα που δηλητηριάζει και εξασθενεί τις σχέσεις μας με τους ευρωπαίους εταίρους, την ικανότητα προσέλκυσης επενδύσεων, την εθνική συνεννόηση, την κοινωνική συνοχή. Δηλαδή, τις βασικές προϋποθέσεις για έξοδο από την κρίση.

Αλλά ακόμη και από τη σκοπιά της ιδεοληπτικής «αριστεροσύνης» του ΣΥΡΙΖΑ και των θέσεων της Κεντρικής Επιτροπής του, τι νόημα μπορεί να έχει η άσκηση ταξικής πολιτικής υπό τις παρούσες συνθήκες σε μια κοινωνία όπως η ελληνική; Σε μια κοινωνία όπου το ισχνό βιομηχανικό προλεταριάτο, τα υπερτροφικά μικροαστικά στρώματα, η έντονη κοινωνική κινητικότητα, οι πολλές οικογενειακές επιχειρήσεις, οι αγροτικές μικροϊδιοκτησίες, οι πολλοί αυτοαπασχολούμενοι επαγγελματίες, καθώς και μια διεθνοποιημένη μεγαλοαστική ελίτ, κάθε άλλο παρά ανταποκρίνονται στην κλασική ταξική κοινωνία των μαρξιστικών αναλύσεων.

Σε αυτή την Ελλάδα της κοινωνικής δυσμορφίας, όπου το κράτος έχει καταρρεύσει οικονομικά, τα ασθενέστερα κοινωνικό-οικονομικά στρώματα, τα οποία υποτίθεται ότι προσπαθεί να προστατεύσει ο ΣΥΡΙΖΑ, εξαρτώνται οικονομικά σε μεγάλο βαθμό από την επιχειρηματικότητα και την επαγγελματική δραστηριότητα των μεσαίων και μικρομεσαίων στρωμάτων. Ποια δραστηριότητα όμως, όταν για το 2016 προβλέπεται να κλείσουν 65.000 επιχειρήσεις;

Στον βαθμό, λοιπόν, που η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, με την περαιτέρω υπερφορολόγηση, την αύξηση των εισφορών, και την κλιμακούμενη απομείωση της ακίνητης περιουσίας των στρωμάτων αυτών, τα οδηγεί σε πλήρη εξουθένωση, είναι επόμενο να εξουθενώνονται και τα φτωχότερα στρώματα, με αποτέλεσμα να μετατρέπεται έτσι η δήθεν ταξική πολιτική σε τοξική για όλη την κοινωνία. Και αυτό το διαπιστώνει ήδη ο ΣΥΡΙΖΑ, αδιαφορώντας για τις συνέπειες, πιθανόν γιατί έχει ως μοναδική προτεραιότητα την προώθηση όχι της ταξικής αλλά της καθεστωτικής του πολιτικής, ώστε, ελέγχοντας το κράτος και διατηρώντας τα όπλα παρά πόδα, να ανατρέψει τη «Βάρκιζα» του 2015 και να επιδιώξει ένα νικηφόρο «δεύτερο γύρο» στο ορατό μέλλον.

Ο Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Ιατρικής, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής των Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία και του Κεντρικού Συντονιστικού Συμβουλίου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης