ΚΚυριακή χθες. Αλλά σαν Σάββατο. Στα τσακίδια η αμηχανία της παντόφλας που σέρνεται από τον καναπέ στην κουζίνα –απόσταση μικρή στην πραγματικότητα, τεράστια πολύ συχνά στον οδικό χάρτη του συναισθήματος. Γιατί χθες ήταν ανοιχτά τα καταστήματα. «Για τελευταία φορά», μου είπε χαιρέκακα ο «πρώτη φορά Αριστερά» φίλος που θεωρεί ότι αυτές οι εφτά «ανοιχτές» Κυριακές τον χρόνο προσβάλλουν βάναυσα τα δημοκρατικά του ιδεώδη και καταστρατηγούν τον νόμο που είναι το δίκιο του εργάτη.

«Εργάτες», με την έννοια του χαμηλού τη τάξει εργαζομένου, ήταν όμως οι άνθρωποι που είδα στους δρόμους. Οι περισσότεροι κρατούσαν μια σακούλα. Προφανώς οι επιχειρήσεις δεν έχουν καταβάλει ακόμη το δώρο. Μια λαμπάδα, όμως, ένα παιχνίδι, μια «πρώιμη» σαγιονάρα, η στιγμιαία ψευδαίσθηση της ευμάρειας που δίνει το ξόδεμα ενός 20ευρου, το άλλοθι για ένα σουλάτσο στα λούνα παρκ της κατανάλωσης χαρίζουν στα πρόσωπα μια, αν όχι χαρά, τουλάχιστον τσαχπινιά. Θα μου πεις, γιατί να συμβαίνει αυτό Κυριακή; Γιατί τότε μαζεύονται οι οικογένειες, και εκείνο το ρημάδι «ψητό της Κυριακής» που έχει εκλείψει με κάτι πρέπει να αντικατασταθεί. Για εφτά φορές τον χρόνο μιλάμε.

Θέλω να ελπίζω ότι ο υπουργός Οικονομίας κ. Σταθάκης, άνθρωπος που φαίνεται να προτιμά τα μαλακά παντοφλέ παπούτσια από τα σκληρά σκαρπίνια του παλαιοκομματισμού, να το σκεφτεί λίγο πριν καταργήσει τις «ανοιχτές» Κυριακές. Και, τελικά, δεν ξέρω αν η αριστεροσύνη απειλείται περισσότερο από αυτές ή από τα πρότζεκτ του κ. Καμμένου να τσουγκρίσει αβγά ο στρατός με τον λαό.