Την Τετάρτη το βράδυ έπαιξαν για το Κύπελλο Ελλάδας ΑΕΚ – Ολυμπιακός. Μία ώρα αργότερα έπαιζαν για το Κύπελλο Ευρώπης Τσέλσι – Παρί Σεν Ζερμέν. Οποιος έτυχε να δει και τους δύο αγώνες θα κατάλαβε το προφανές. Ανήκουμε σε δύο διαφορετικά σύμπαντα. Οχι διότι στο ελληνικό σύμπαν το γκολ μπαίνει με το χέρι και όχι με το πόδι. Ούτε διότι ένας πορτογάλος κλόουν που υποδύεται τον προπονητή πανηγύριζε προκλητικά το γκολ λυτρωμένος που δεν χάνει ακόμα το ψωμάκι του. Ούτε καν διότι αυτά οδήγησαν πενήντα μασκοφόρους της ΑΕΚ να εισβάλουν μετά στο γήπεδο υποδυόμενοι τον εκδικητή Ζορό. Ούτε και από το ότι ο υποδυόμενος τον εξυγιαντή υπουργός Αθλητισμού ανήγγειλε ένα ακόμα φοβερό και τρομερό «κεκλεισμένων των θυρών!». Θα το κατάλαβε διότι παρά το ότι ποδόσφαιρο ονομάζεται και εκεί και εδώ, άλλο εντελώς άθλημα παίζει η Ευρώπη και άλλο η Ελλάδα.

Δεν είναι κάτι καινούργιο, πάντα έτσι ήταν. Ομως πριν από την τρισκατάρατη τεχνολογία, πρόγονο της ακόμα πιο τρισκατάρατης παγκοσμιοποίησης, δεν το γνωρίζαμε. Από τον καιρό ακόμα της επτάχρονης δικτατορίας, λόγω της απουσίας της τηλεόρασης μας αρκούσαν οι ήρωες, οι ημίθεοι, τα λιοντάρια και οι αίλουροι έλληνες αθλητές και το επιβεβαίωναν οι σποραδικές νίκες τους απέναντι σε κάποια ξένη ομάδα (σε φιλικό πάντα αγώνα). Οχι απλώς μας αρκούσαν, μας περίσσευαν κιόλας. Διότι παρά την ογκώδη μας άγνοια μας εξασφάλιζαν την πολυπόθητη ευτυχία του «Νικήσαμε!». Πράγμα που άρχισε να κλονίζεται το 1970, όταν οι πρώτοι ασπρόμαυροι δέκτες έφεραν μες στα σπίτια μας το τρισκατάρατο εκείνο Μουντιάλ που μέσα σε μια νύχτα γκρέμισε ήρωες, λιοντάρια και άλλα γηγενή θηρία.

Αναζητώντας λοιπόν κι εγώ μες στη σημερινή μαυρίλα λίγα ψίχουλα «νίκης» προσχώρησα στο 70% που αγκαλιάζει τη νέα μας κυβέρνηση. Με κρυφή προτίμηση στη μειοψηφία που αυτοαποκαλείται Αριστερή Πλατφόρμα. Είναι οι μόνοι που έχουν καταλάβει ότι όσο έχουμε παραστάσεις από άλλα σύμπαντα, νίκη γιοκ. Ή αν πρέπει τέλος πάντων να έχουμε κάποιες παραστάσεις αυτές να είναι από την Κίνα, τη Ρωσία, το μαγευτικό Καράκας, εξωτικά μέρη που κανείς μας ποτέ δεν θα δει παρά μόνο στον ύπνο του. Κι είμαι πιο σίγουρος για την επιλογή μου αυτή βλέποντας τα πρώτα μέτρα για την Παιδεία, τη ΔΕΗ, την ΕΡΤΥΕΝΕΔ κ.λπ. Δεν ξέρω γιατί μου ξυπνούν κάτι από τα μαύρα εκείνα χρόνια της δικτατορίας –δεν θα τα χαλάσουμε αν δεν είναι «των συνταγματαρχών» κι είναι «του προλεταριάτου» –που παρά τη μαυρίλα εμείς ερωτευόμασταν, τραγουδούσαμε, παριστάναμε ότι σπουδάζαμε, δήθεν δουλεύαμε αλλά και φιλίες που αντέχουν ακόμα δημιουργούσαμε. Τι άλλο να θέλει ο άνθρωπος; Ασε που, ως γνωστόν, «είχαμε σαρώσει και τη Σάντος, την ομάδα του Πελέ!».

Ο Σωτήρης Γκορίτσας είναι σκηνοθέτης