Ζούμε πραγματικά ανάμεσα σε ανισόρροπους και επικίνδυνους ανθρώπους; Δεν θα αναφερόμασταν ποτέ σε προσωπικά περιστατικά, αν δεν ήταν για να αναδειχθεί αμεσότερα η αλήθεια τους. Το ένα περιστατικό συνέβη το πρωί της περασμένης Πέμπτης στην είσοδο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, επί της Πανεπιστημίου. Για όποιον δεν έχει επισκεφτεί το ιστορικό κτίριο, υπάρχει στα δεξιά ενός πολύ ευρέος χώρου, που προηγείται του αναγνωστηρίου, ένα φωτοτυπικό μηχάνημα.

Με τέσσερα ευρώ που ρίχνεις σε μια σχισμή προμηθεύεσαι μια καρτούλα που, τοποθετώντας τη σε μια άλλη σχισμή, μπορείς να φωτοτυπήσεις 50 ακριβώς σελίδες οποιουδήποτε βιβλίου ή περιοδικού. Παρά το γεγονός ότι είναι πολλοί που θέλουν καθημερινώς να χρησιμοποιήσουν το μηχάνημα, δεν δημιουργείται κανενός είδους συνωστισμός. Ακόμη κι όταν σχηματίζεται ουρά, διακρίνεις μια τόσο αθόρυβη καρτερικότητα, που δεν μπορείς παρά να την πιστώσεις στον σεβασμό που προκαλεί το «τέμενος» αυτό του βιβλίου.

Το πρωί λοιπόν της περασμένης Πέμπτης, ένας ηλικιωμένος κύριος, καλοντυμένος, με τον αέρα του ανθρώπου του εξοικειωμένου με χώρους πνευματικούς, έχει στριμώξει τους δύο υπαλλήλους που εργάζονται στον χώρο αυτό και ζητεί να του κοπεί απόδειξη για τα τέσσερα ευρώ. Για την ακρίβεια, επιμένει πως το μηχάνημα μαζί με την καρτούλα θα έπρεπε να βγάζει και την απόδειξη. Αν και παραμένει ήρεμος, καταλαβαίνεις πως είναι αποφασισμένος να φτάσει στα άκρα, επειδή δεν είναι τόσο την «παρανομία» που θέλει να πατάξει όσο το να ταλαιπωρεί τους υπαλλήλους. Τέλος καλείται η διευθύντρια της Βιβλιοθήκης που όταν τον ρωτάει για ποιον οργανισμό προορίζεται η απόδειξη, ο ηλικιωμένος απαντά: «Για κανέναν οργανισμό. Για μένα τον ίδιο».

ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ώρες αργότερα, στην πτήση για τη Θεσσαλονίκη, έχουμε την «ατυχία» να καθόμαστε σε μια από τις θέσεις που είναι στο πλάι της εξόδου κινδύνου. Οπως μας συμβαίνει για πρώτη φορά, δεν ξέρουμε πως όταν κάθεσαι στις συγκεκριμένες θέσεις απαγορεύεται να κρατάς οτιδήποτε στα χέρια σου για λόγους ασφαλείας. Ακόμη και μια μικροσκοπική τσάντα ή ένα μπουφάν. Στη βλοσυρή, σχεδόν σκαιή παρατήρηση του διπλανού μας, στριμώχνουμε την τσάντα με το μπουφάν στο ντουλάπι που είναι πάνω από το κεφάλι μας. Για να τον ακούσουμε να μας λέει, ενώ είχαμε καθήσει και είχαμε δέσει τη ζώνη ασφαλείας: «Και το κασκόλ σας κύριε. Αν συμβεί οτιδήποτε και χρειαστεί να πηδήξω, εγώ θα την πληρώσω γιατί θα μπερδευτούν τα πόδια μου στο κασκόλ σας».

Του είπαμε ό,τι θα έλεγε ο καθένας στη θέση μας, αλλά ειδοποίησε την αεροσυνοδό που χωρίς να δείξει ότι τον θεωρεί ανισόρροπο, πήρε το κασκόλ με τρόπο που ήταν σαν να μας έλεγε «δώστε τόπο στην οργή» και το έβαλε και αυτό στο ντουλάπι. Οσο μεμονωμένα κι αν φαίνονται κάποια περιστατικά, βάσιμα υποψιάζεται κανείς ότι δεν είναι τα μοναδικά. Το πολύ δυσάρεστο είναι ότι δυο άνθρωποι, που ο ένας γνωρίζει την ύπαρξη της Εθνικής Βιβλιοθήκης και την επισκέπτεται κι ο άλλος δεν ταξιδεύει με τον αραμπά αλλά με το αεροπλάνο –άρα είναι σε κάποια συνάφεια με τον κόσμο –συμπεριφέρονται με έναν τρόπο που μεταβάλλει τον παραλογισμό σε υγιή αντίδραση.

Δεν χρειάζεται να είναι μάντης κανείς για να καταλάβει ότι η νομιμότητα, που στο όνομά της βασάνιζε τους υπαλλήλους ο επισκέπτης της Εθνική Βιβλιοθήκης και συμπεριφερόταν ο επιβάτης του αεροπλάνου, μέσα σε ακόμη πιο ανώμαλες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, σε σχέση με τις δικές μας, θα τους μετέβαλλε σε χαφιέδες, αν όχι σε εγκληματίες. Δεν είναι λίγες οι φορές που η περίφημη αυτή νομιμότητα υποθάλπει την ανισορροπία και την επικινδυνότητα ενός ανθρώπου. Αρκεί να προσέξουμε πώς αντιμετωπίζουμε τους μετανάστες που τόσο εύκολα –αν και ανεγκέφαλα –μπορεί να τους ταυτίσει κανείς με την παρανομία.