Υπάρχει η διαδικασία. Εδώ έχει γίνει προφανώς ένα deal: δεν θα απεργήσουμε και σε αντάλλαγμα θα έχουμε ένα δισέλιδο κάθε μέρα για να γράφουμε ό,τι θέλουμε. Τις τελευταίες ημέρες, έτσι, παρακολουθούμε «live» από τη «Λιμπερασιόν» τις συσκέψεις, τις συνελεύσεις και τις συζητήσεις για το μέλλον της εφημερίδας, μετά τη διπλή πρόταση των μετόχων να μετατραπεί η μεν εφημερίδα σε ένα κοινωνικό δίκτυο, τα δε γραφεία της σε έναν πολιτιστικό και συνεδριακό πολυχώρο. Οι συντάκτες δεν μιλούν με τον διευθυντή, έχουν άλλωστε ζητήσει εδώ και καιρό με μεγάλη πλειοψηφία την απομάκρυνσή του. Ο συνομιλητής τους είναι ένας Φρανσουά Μουλιά, εκπρόσωπος των μετόχων. Αυτός τους ενημέρωσε ότι αναζητείται νέος διευθυντής, ότι η ύλη θα κλείνει κάθε βράδυ στις οκτώ για να εξοικονομηθούν 120.000 ευρώ τον μήνα και ότι οι συντάκτες θα πρέπει να μετακομίσουν για ένα διάστημα ώστε να απελευθερωθεί ο χώρος και να κάνει τα μαγικά του ο Φίλιπ Σταρκ. Στην τελευταία τους συνάντηση, τους διαβεβαίωσε για κάτι βασικό: το χαρτί θα εξακολουθήσει να υπάρχει, δεν ήρθε ακόμη η στιγμή για να γίνει η «Λιμπέ» 100% ψηφιακή.

Υπάρχει και η ουσία. Το προσωπικό αντέδρασε στην πρόταση των μετόχων όπως περίπου αντέδρασε ο Κρίστοφερ Χίτσενς όταν έμαθε ότι έχει καρκίνο: «Γιατί εγώ;». Η απάντηση που έδωσε ο ίδιος ο συγγραφέας στον εαυτό του (αλλά δεν φαίνεται να βρίσκει σύμφωνους τους συντάκτες) ήταν: «Γιατί όχι;». Με άλλα λόγια, ακόμη και μια εφημερίδα που ίδρυσε μεταξύ άλλων ο Σαρτρ και έχει κάνει τόσα ανατρεπτικά πρωτοσέλιδα τα τελευταία σαράντα χρόνια μπορεί να διέρχεται μια σοβαρή κρίση και να κινδυνεύει να κλείσει. Η κυκλοφορία της, για πρώτη φορά τα τελευταία 15 χρόνια, έπεσε τον Νοέμβριο κάτω από τα 100.000 φύλλα και το χρέος της φτάνει τα 6 εκατομμύρια ευρώ. Οι μέτοχοι δεν βάζουν άλλα χρήματα. Αρα;

Οι απαντήσεις σ’ αυτή την ερώτηση με τα τρία γράμματα απεικονίζουν το χάσμα ανάμεσα στον μάνατζερ και τον δημοσιογράφο. Ο πρώτος βλέπει την εφημερίδα ως μια οποιαδήποτε επένδυση, από την οποία περιμένει να κερδίσει χρήματα. Αν τα κείμενα δεν «πουλάνε», πρέπει οι ζημιές να αντισταθμιστούν με έσοδα από έναν κινηματογράφο, ένα εστιατόριο, ένα εκκολαπτήριο start-up. Κι όποιοι αντιδρούν είναι στενόμυαλοι, όπως είπε ένας από τους μετόχους, ο Μπρινό Λεντού. Ο δημοσιογράφος, πάλι, ξέρει να γράφει, να μιλάει, να αναλύει, να φωτογραφίζει, να σχεδιάζει. Και ζητάει να πληρώνεται γι’ αυτό. «Πρέπει να τολμήσουμε το όνειρο» έγραφε χθες στο αυτοδιαχειριστικό δισέλιδο ο Πατρίκ Σαμπατιέ, πρώην διευθυντής σύνταξης της «Λιμπερασιόν». «Η επιβίωση της «Λιμπέ» ίσως να περνά από μια επιστροφή στο μέλλον». Αρα;

Θα παρακολουθήσουμε με ενδιαφέρον αυτή τη μάχη, γιατί δεν αφορά μόνο τους Γάλλους, ούτε μόνο τους δημοσιογράφους, αφορά την ενημέρωση, άρα τη δημοκρατία.