Η ερώτηση δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη. Αλλά αυτό δεν την κάνει λιγότερο προκλητική. Τι θα κάνατε αν σας έμενε μία ώρα ζωής; Θα διαλέγατε γήινες απολαύσεις ή θα καταφεύγατε στον πνευματισμό; Θα ουρλιάζατε από απελπισία ή θα υποτασσόσασταν πειθήνια στο μοιραίο; Θα καταστρέφατε ή θα χτίζατε; Θα ζητούσατε συγγνώμη ή θα παίρνατε εκδίκηση;

Ο γάλλος φιλόσοφος Ροζέ-Πολ Ντρουά ξεκινά από μια παρατήρηση. Σε όλες τις εποχές και σε όλους τους πολιτισμούς –λέει σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Λε Πουάν» –ο θάνατος ήταν αντικείμενο συζήτησης και προβληματισμού. Σήμερα όμως νομίζουμε ότι είμαστε αθάνατοι. Σπρώχνουμε τον θάνατο κάτω από το χαλί και κοιτάζουμε αλλού. Η εποχή μας αρνείται όλο και περισσότερο την επίγνωση του τέλους. Με τον τρόπο αυτόν, όμως, αποκηρύσσει το βασικό στοιχείο του ανθρώπου, τον εφήμερο χαρακτήρα της ύπαρξής του. Η λύση λοιπόν είναι η εικονική εξοικείωσή μας με τον διάδρομο του θανάτου, για τον πολύ απλό λόγο ότι είναι ο διάδρομος της ζωής –και άλλος δεν υπάρχει! Αυτό είναι και το θέμα του τελευταίου βιβλίου του Ντρουά με τίτλο «Αν μου έμενε μόνο μία ώρα ζωής» (εκδ. Odile Jacob).

Το περιοδικό ζήτησε από διάφορους διανοούμενους να απαντήσουν στην ίδια ερώτηση. Ενας είπε ότι θα έγραφε σε αυτούς που αγαπά, και ιδίως σε μια γυναίκα που αγαπά μυστικά και θέλει κολασμένα. Μία άλλη απάντησε ότι θα περνούσε αυτή την ώρα με τα παιδιά της, προσπαθώντας να τους μεταβιβάσει τις αξίες που τη συνόδευσαν στη ζωή της. Κάποιος είπε πως θα έκανε έρωτα, κάποιος άλλος πως όχι, δεν θα προλάβαινε. Η απάντηση που προτιμώ είναι του ελληνικής καταγωγής συγγραφέα Νταβίντ Φενκινός:

«Θα έπαιρνα το αεροπλάνο προς τα δυτικά ώστε να κερδίσω χρόνο. Θα πήγαινα στο ξενοδοχείο Chateau Marmont του Λος Αντζελες, όπου η Σοφία Κόπολα γύρισε το «Somewhere». Μαζί της θα είχα το τελευταίο μου ραντεβού. Και θα την ικέτευα να μου αποκαλύψει τι είπε ο Μπιλ Μάρεϊ στη Σκάρλετ Γιόχανσον, στην τελευταία σκηνή τού «Χαμένοι στη μετάφραση». Η ταινία αυτή με είχε συγκλονίσει, στο Τόκιο επισκέφθηκα όλα τα μέρη όπου γυρίστηκε, και αναρωτιόμουν πάντα ποιο ήταν το αληθινό της τέλος. Ετσι λοιπόν θα περνούσα την τελευταία μου ώρα. Κρεμασμένος από τα χείλη της Σοφία Κόπολα. Εκείνη θα με πλησίαζε και θα μου ψιθύριζε στο αυτί το μυστικό. Επειτα θα μου έλεγε: «Τι σύμπτωση, απόψε θα φάω με τη Σκάρλετ, ελάτε μαζί μου…». Αλλά δεν θα μπορούσα. Γιατί θα ήμουν νεκρός».

Ολα αυτά βέβαια προϋποθέτουν ότι θα την έχεις αυτή την πολύτιμη ώρα. Ο Κυριάκος, ο παλιός μου γυμναστής που πέθανε ξαφνικά προχθές από ανεύρυσμα, δεν την είχε. Ηταν μόλις 33 χρονών.