Αλήθεια, είναι τόσο εκκωφαντική η σιωπή τους; Πράγματι υπήρχε μια εποχή κατά την οποία οι διανοούμενοι σχημάτιζαν ένα συμπαγές μέτωπο, όπως γράφει ο συγγραφέας Τομ Γιάνσεν στην ολλανδική εφημερίδα NRC Handelsblad; Το πράγμα, λέει, γινόταν ως εξής: δυο-τρεις διανοούμενοι συνέτασσαν μια γραπτή έκκληση προς τα Ηνωμένα Εθνη ή τη διεθνή κοινότητα γενικώς. Το κείμενο γυρνούσε από διανοούμενο σε διανοούμενο για τις απαραίτητες διορθώσεις – επισημάνσεις – παρατηρήσεις και η τελική εκδοχή δημοσιευόταν συνήθως στη γαλλική Monde.

Ο κανόνας δεν τηρήθηκε στην περίπτωση της Συρίας. Κι όμως, μόλις πριν από δύο χρόνια, τον Ιούνιο του 2011, επτά διανοούμενοι καλούσαν το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να υιοθετήσει ένα ψήφισμα που θα διευκόλυνε την επέμβαση στη Συρία. «Θα ήταν τραγικό και ηθικά απαράδεκτο να μη συζητηθεί ένα ψήφισμα ή να πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων υπό την απειλή ενός βέτο ή μιας αντίθετης ψήφου». Υπογραφή: Ουμπέρτο Εκο, Νταβίντ Γκρόσμαν, Μπερνάρ Ανρί Λεβί, Αμος Οζ, Ορχάν Παμούκ, Σαλμάν Ρούσντι, Βόλε Σογίνκα.

Εννέα μήνες μετά ανέλαβαν δράση ο Γιούργκεν Χάμπερμας, πάλι ο Εκο με τον Γκρόσμαν και ακόμη καμιά 40αριά διανοούμενοι καταγγέλλοντας το καθεστώς Ασαντ. «Η βίαιη καταστολή είναι απαράδεκτη», έγραφαν. Από τότε, όμως, δεν έχει ακουστεί τίποτε. Ή σχεδόν τίποτε εάν λάβει υπόψη του κανείς ότι στη Γαλλία –και μόνο στη Γαλλία –ο Ανρί Λεβί, ο Αντρέ Γκλικσμάν και ο Μπερνάρ Κουσνέρ είχαν καλέσει σε ανάληψη στρατιωτικής δράσης.

Οι φωνές που ακούγονται στο μεταξύ είναι σποραδικές και διχασμένες. Από εκείνο το μέτωπο κατά του Μουαμάρ Καντάφι και των ωμοτήτων τού καθεστώτος του είναι σαν να μην έχει απομείνει πια τίποτε. Υπάρχει ένα είδος κόπωσης, μια κάποια αμηχανία, κάτι σαν αποστροφή απέναντι σε ακόμη μία επέμβαση που θα ξεκινήσει με τη βεβαιότητα της τεχνολογικής υπεροχής και σύντομα θα μετατραπεί σε έναν αγώνα δρόμου με τον χρόνο, σε ένα κρυφτούλι με τον φόβο του λάθους, στην αγωνία να μη δικαιωθούν όλοι όσοι υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν «χειρουργικά» χτυπήματα παρά μόνο στους χάρτες των στρατιωτικών επιτελείων.

Η «συμμαχία των προθύμων» μοιάζει να έχει καταληφθεί από ένα δυσάρεστο αίσθημα απροθυμίας. Είναι κουραστικό να υπερασπίζεσαι μια πολεμική πράξη απέναντι σε έναν επαγγελματία φιλειρηνιστή που εξεγείρεται με τις «παρεμβάσεις στα εσωτερικά μιας άλλης χώρας», βλέπει στη Δύση μόνο υποκρισία και περιμένει το πρώτο θύμα για να καταγγείλει τη «μηχανή του θανάτου». Είναι μάταιο να αντιπαρατίθεσαι με την επιλεκτική ευαισθησία, είναι ενοχλητικό να αμφισβητούνται συνεχώς οι προθέσεις σου. Οι διανοούμενοι σιωπούν. Μάλλον επειδή κάποιοι τους ζητούν επίμονα και με περίσσευμα αυθάδειας να «το βουλώσουν».