Το 2010 η παραδοσιακά ήσυχη βρετανική προεκλογική περίοδος αναζωογονήθηκε αναπάντεχα χάρη σε μία πολύ έντονη συζήτηση αναφορικά με το αν ο Ντέιβιντ Κάμερον ανήκει στην υψηλότερη βαθμίδα της «ανώτερης μεσαίας τάξης» (upper upper-middle class) ή στην κατώτερη βαθμίδα της (lower upper-middle class). Εκείνη την περίοδο, παρά τις όποιες διαβαθμίσεις υπήρχαν στο εσωτερικό των παραδοσιακών κοινωνικών τάξεων, ένας βρετανός πολίτης, συμπεριλαμβανομένου και του πρωθυπουργού της χώρας, μπορούσε να ανήκει είτε στην ανώτερη είτε στη μεσαία ή στην εργατική τάξη.

Πλέον όμως η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά, καθώς οι κοινωνικές τάξεις στη σύγχρονη Βρετανία δεν είναι τρεις αλλά επτά, όπως αναφέρει μια νέα έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν την Τετάρτη. Στην κορυφή βρίσκεται η αποκαλούμενη «ελίτ», στο αμέσως κατώτερο επίπεδο κατατάσσονται δύο «μεσαίες τάξεις», ενώ η εργατική τάξη χωρίζεται σε τρεις διαφορετικές ομάδες. Τελευταία στην κοινωνική διαστρωμάτωση της βρετανικής κοινωνίας βρίσκεται μια νέα κοινωνική ομάδα, το «πρεκαριάτο» ή αλλιώς το «επισφαλές προλεταριάτο» –ήτοι οι πραγματικά φτωχοί.

Η έρευνα –The Great British Class Survey –πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του BBC σε συνεργασία με τους καθηγητές Μάικ Σάβατζ από τη London School of Economics και Φιόνα Ντέβιν από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, οι οποίοι ανέλυσαν στοιχεία που παρείχαν περισσότεροι από 160 χιλιάδες άνθρωποι. Βάση της πρωτοποριακής αυτής μελέτης δεν αποτέλεσαν τα παλιά (και πεπαλαιωμένα, σύμφωνα με τους βρετανούς ερευνητές) κριτήρια καθορισμού της τάξης, που ήταν ο πλούτος, το επάγγελμα και η μόρφωση, αλλά η αλληλεπίδραση τριών διαφορετικών διαστάσεων –της οικονομικής, της πολιτισμικής και της κοινωνικής –στη ζωή ενός ανθρώπου. Στη συνέχεια οι διαστάσεις αυτές αποτιμήθηκαν με όρους «κεφαλαίου». Ετσι προέκυψε το οικονομικό, το κοινωνικό και το πολιτισμικό κεφάλαιο που διαθέτουν τα μέλη της κάθε τάξης και με βάση τα οποία κατατάσσονται σε αυτές.

Η περίφημη βρετανική «upper class» (ανώτερη τάξη) εξακολουθεί να βρίσκεται στην κορυφή της κοινωνίας κατέχοντας πλούτο, εκλεκτές γνωριμίες και εκλεπτυσμένα γούστα στις τέχνες. Μοναδική διαφορά το γεγονός ότι πλέον δεν αποκαλείται ανώτερη τάξη αλλά «ελίτ» της κοινωνίας. Η δεύτερη, η «παραδοσιακή μεσαία τάξη», υστερεί μονάχα ως προς το πολιτισμικό κεφάλαιο σε σχέση με την αλαζονική βρετανική ελίτ. Αντιπροσωπεύει το 25% του βρετανικού πληθυσμού και κατατάσσεται στο ίδιο σχεδόν επίπεδο με την αποκαλούμενη «τεχνική μεσαία τάξη». Τα μέλη της είναι εύπορα αλλά χαρακτηρίζονται από «πολιτισμική απάθεια» και «κοινωνική απομόνωση».

Περνώντας στην πάλαι ποτέ τρίτη και τελευταία κοινωνική τάξη τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο, καθώς η παραδοσιακή εργατική τάξη συνυπάρχει με την τάξη των «ευκατάστατων νέων εργαζομένων» και την τάξη «εργαζομένων στον τομέα των υπηρεσιών». Σύμφωνα με τη Φιόνα Ντέβιν, αυτό το μεσαίο κοινωνικό στρώμα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς οι άνθρωποι που υπάγονται σε αυτό δεν εκλαμβάνουν τους εαυτούς τους ούτε ως μέλη της μεσαίας τάξης ούτε ως μέλη της εργατικής. Θεωρούν πως βρίσκονται κάπου στη μέση καθώς το περιορισμένο οικονομικό κεφάλαιο που διαθέτουν αναπληρώνεται από καλές γνωριμίες και μεγάλο πολιτισμικό κεφάλαιο.

Τελευταία ομάδα στη νέα κλίμακα διαστρωμάτωσης της βρετανικής κοινωνίας είναι το «επισφαλές προλεταριάτο», οι απόκληροι της κοινωνίας. Αντιπροσωπεύουν το 15% των Βρετανών και υπήρχαν ανέκαθεν. Χάρη στη νέα αυτή έρευνα κατάφεραν να αποκτήσουν, τουλάχιστον, μία θέση στη βρετανική κοινωνία –έστω και την τελευταία.