Η ευρωζώνη βυθίζεται στην ύφεση και στην αύξηση της ανεργίας (10,7%, 16,9 εκατ. άνεργοι) υπό το βάρος των προγραμμάτων λιτότητας. Μάλιστα, το 2012 προβλέπεται να επιδεινωθούν οι συνθήκες του φαύλου κύκλου λιτότητας – ύφεσης, με δεδομένο πως ό,τι εξοικονομείται σε πόρους από τις πολιτικές λιτότητας για τη μείωση του δημόσιου ελλείμματος χάνεται από τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και την εμβάθυνση της ύφεσης.

Οι ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, οι μειώσεις μισθών και συντάξεων, οι απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η αποδυνάμωση των συνδικάτων αποτελούν συστατικά στοιχεία, κατά τους υπέρμαχους των πολιτικών λιτότητας, για τη βελτίωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Ομως, παρ’ όλα αυτά, οι περιοριστικές πολιτικές κατά το διάστημα 2009-2011 δεν συνέβαλαν στη βελτίωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας, στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων και στη βραχυπρόθεσμη ανάσχεση της οικονομικής κρίσης και της ύφεσης. Αντίθετα, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 15% την περίοδο 2009-2011, το επίπεδο της φτώχειας αυξήθηκε από 23% (2008) στο 30% (2011) του πληθυσμού (το 2001 το επίπεδο της φτώχειας στην Αργεντινή ήταν 50% του πληθυσμού), το επίπεδο της ανεργίας από 7,8% το 2008 αυξήθηκε στο 20% (1 εκατ. άτομα, μέτρηση Νοεμβρίου 2011) και προβλέπεται να αυξηθεί το 2012, στα επίπεδα του 23%-24%, δηλ. 1.200.000 πολίτες (το 1929 στις ΗΠΑ η ανεργία ήταν 25% και στην Αργεντινή το 2001, 30%).

Παράλληλα, η δημοκρατική λειτουργία των θεσμών και ιδιαίτερα αυτών που έχουν σχέση με την εργασία, τη συλλογική αυτονομία των διαπραγματεύσεων και των συμβάσεων, καθώς και η όποια περιορισμένη οικονομική δημοκρατία με βάση τους δείκτες της εισοδηματικής ανισότητας και των δεδομένων της αναδιανομής του εισοδήματος, συρρικνώνονται ανησυχητικά και απειλητικά για τους όρους εργασίας, τις συνθήκες ζωής και το βιοτικό επίπεδο των ελλήνων πολιτών. Οι παρατηρήσεις αυτές αναδεικνύουν ότι οι διεθνείς οργανισμοί, η Ελλάδα και η Ευρώπη προσανατολίστηκαν στη λιτότητα και την ύφεση θέτοντας στο περιθώριο τις προσδοκίες για την ανάπτυξη. Από την άποψη αυτή, μία αληθινή κεντρική τράπεζα και μία συγκέντρωση του ευρωπαϊκού χρέους θα ήταν καλύτερη λύση. Στο κάτω κάτω, χρέος και ελλείμματα είναι συγκρίσιμα ή μικρότερα από τα επίπεδα χρέους και ελλειμμάτων στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία (J.P. Fitoussi, «ΤΑ ΝΕΑ», 2/3/12).

Κατά τις 25 χώρες της ΕΕ (εκτός Αγγλίας και Τσεχίας) που υπέγραψαν (2/3/12) το νέο σύμφωνο δημοσιονομικής πειθαρχίας για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην Ευρώπη, η αναβίωση των προσδοκιών ανάπτυξης θα σημειωθεί με τη συνεχή δημοσιονομική εξυγίανση, η οποία θα οδηγήσει στην ανάπτυξη και την απασχόληση. Πώς όμως το νέο σύμφωνο δημοσιονομικής πειθαρχίας εγγυάται τη μετάβαση της Ευρώπης και των κρατών – μελών από την ύφεση στην ανάπτυξη, τη στιγμή που εγκαταλείπει πλήρως την ιδέα μίας ένωσης μεταβιβάσεων πόρων, υπέρ μίας συμφωνίας η οποία κατά το πρώτο έτος εφαρμογής της (2012) ελάχιστα θα μπορέσει να αλλάξει τις υφεσιακές οικονομικές συνθήκες στην Ευρώπη και να υποχρεώσει κάθε κράτος – μέλος της ευρωζώνης να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό του (Μ. Feldstein, 2012);

Η ευρωπαϊκή επιλογή της μη συγκέντρωσης του ευρωπαϊκού χρέους και της κατάτμησής του ανά κράτος – μέλος υπονομεύει τον στόχο του ίδιου του συμφώνου για την προώθηση της δημοσιονομικής ένωσης. Παράλληλα, οδηγεί τις αγορές να πιέζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα κράτη – μέλη για να μειώσουν με συνεχή λιτότητα το χρέος τους και να περιορίσουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα. Στόχος, να επιστρέψουν στο μέλλον μεμονωμένα στις αγορές, αφού η εμπιστοσύνη των επενδυτών στην ισότητα όλων των κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης έχει διαρραγεί, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση υψηλότερων επιτοκίων δανεισμού, σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία, για τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί την παράταση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της ύφεσης, ταυτόχρονα με την περιθωριοποίηση των προσδοκιών ανάπτυξης και δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.

Αρα, η πορεία της Ευρώπης προς εναλλακτική προοπτική από αυτή της ύφεσης και της λιτότητας επιβάλλει την επαναδιαμόρφωση του συμφώνου δημοσιονομικής πειθαρχίας προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης, της καινοτομίας, της απασχόλησης, της αναδιανομής του εισοδήματος και της ανασύστασης του κοινωνικού κράτους.

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ