Ελάχιστοι είχαν αμφιβολίες για την τεράστια επιτυχία του κινηματογραφικού «Mamma Mia!» (η πλέον επιτυχημένη βρετανικής «κατασκευής» ταινία που έφερε 470 εκατ. ευρώ στα ταμεία), αφού οι παραγωγοί, για να εξασφαλίσουν ίσως μια ακολουθία με την αυθεντική παράσταση, προσέλαβαν τη Φιλίντα Λόιντ, τη γυναίκα δηλαδή που έστησε το έργο στο σανίδι, να το σκηνοθετήσει και στον κινηματογράφο. Κάπως έτσι μπήκε στο κινηματογραφικό πλάνο η Βρετανή.

Η Λόιντ όμως βουτάει τώρα σε βαθιά νερά: στην κινηματογραφική βιογραφία της Μάργκαρετ Θάτσερ, «Η Σιδηρά Κυρία». Τίτλος που θα μπορούσε να χαρακτηρίζει την ίδια τη Λόιντ: «Ποτέ πριν δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι είμαι γυναίκα σκηνοθέτις, μέχρι τη μέρα που βρέθηκα στα κινηματογραφικά πλατό των Pinewood Studios για το «Mamma Mia! «. Ολοι φώναζαν ο ένας τον άλλο κύριο και μετά με κοιτούσαν και μου έλεγαν καλημέρα».

Μια ματιά όμως στο βιογραφικό της Φιλίντα Λόιντ αρκεί για να θαυμάσει κάποιος τις περγαμηνές τις. Γεννημένη στο χωριό Νέμπνετ Θράμπγουελ (ναι, πρόκειται για ένα από τα λίγα χωριά με ονοματεπώνυμο, κοντά στο Μπρίστολ βρίσκεται), σπούδασε δράμα και αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ και μέσα σε λίγα χρόνια βρέθηκε να σκηνοθετεί το πρώτο της σαιξπηρικό δράμα στο φημισμένο Old Vic, μόλις στα τριάντα της χρόνια.

Οι κριτικοί έγραψαν ύμνους για τις παραστάσεις της και η ίδια αγνοούσε συστηματικά το κάλεσμα των καναλιών, κάνοντας μια θεαματική μετάβαση από το δράμα στην όπερα. Διάβολε, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης την ανακήρυξε επίτιμη διδάκτορα του Σύγχρονου Θεάτρου το 2006, μόλις δυο χρόνια πριν αρχίσουν τα γυρίσματα του «Mamma Mia»!

Οπότε το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: πώς μια σκηνοθέτιδα του θεάτρου και της όπερας αποφάσισε να γυρίσει την πλάτη στον Αισχύλο, τον Μότσαρτ και τον Σαίξπηρ, για να στρέψει το βλέμμα της στο Χόλιγουντ;

Η απάντηση είναι μάλλον προφανής: τα χρήματα ήταν πολύ καλύτερα. Ηταν όμως και η επιθυμία της για αλλαγή, για τη μεταπήδηση σε ακόμη μια νέα μορφή αφήγησης. Γιατί αν δεν είχε προηγηθεί το «Mamma Mia», η Λόιντ δύσκολα θα είχε πείσει τη Μέριλ Στριπ να την ακολουθήσει στην περιπέτεια της «Σιδηράς Κυρίας».

«Εξαρχής για μένα η ταινία αυτή δεν ήταν πολιτική» δηλώνει η ίδια «αλλά σχεδόν σαιξπηρική, με την έννοια του μεγάλου ηγέτη που είναι ταυτόχρονα γεμάτος με τόσα ελαττώματα. Μια ιστορία για το τι συμβαίνει σ’ έναν άνθρωπο που ολοκληρώνεται μέσω της δουλειάς του, όταν αυτή φτάνει ξαφνικά σ’ ένα τέλος. Ταυτόχρονα όμως καθρεφτίζει τις ζωές μας – ακόμη κι αν δεν έχουμε ζήσει μια ζωή σαν της ηρωίδας – γιατί μιλάει για το τι θα μας συμβεί όταν βρεθούμε ξαφνικά γερασμένοι και ανήμποροι». Ορίστε λοιπόν το δράμα, ορίστε και το στοίχημα.