Σαν να ζούμε σε ριμέικ το φθινόπωρο του 2004- χωρίς Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι επτά πρώτες μετεκλογικές εβδομάδες κύλησαν, και πάλι, κάπως ράθυμα, αργά, κάπως σαν η κυβέρνηση να έχει δώσει ρεπό στον εαυτό της.

Είχαμε, τις πρώτες ημέρες, κάποια δείγματα δραστηριοποίησης. Είχαμε τις ελπίδες που γέννησε ένα πειστικότερης σύνθεσης νέο Υπουργικό Συμβούλιο. Καταναλώσαμε μια μεγάλη ποσότητα διαφημιστικής φιλολογίας για έναν Καραμανλή που άλλαξε, έγινε άλλος άνθρωπος, ασχολείται με την κυβέρνησή του καθημερινά, μέχρι του σημείου να συνομιλεί τηλεφωνικά με τους υπουργούς του για τα θέματα της αρμοδιότητάς τους…

Κι έπειτα, σιωπή. Στόχοι, σχέδια (εξαίρεση: η αλλαγή του εκλογικού νόμου) ή νομοσχέδια, όπως εκείνα που είχαν ανακοινωθεί προεκλογικά ως έτοιμα, δεν έρχονται στο φως. Και κανένα θέμα δεν ανοίγει, μην και βγει νέος «αντάρτης» στο κλαρί. Όσο για μεταρρυθμίσεις, τις θρυλικές εκείνες μεταρρυθμίσεις, για χατίρι των οποίων, υποτίθεται, έγιναν πρόωρα οι εκλογές, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Κι εκείνη η μοναδική μεταρρύθμιση που είχε ξεκινήσει- όπως, τέλος πάντων, είχε ξεκινήσει- στην Ανώτατη Παιδεία, απεσύρθη αιδημόνως από την κυκλοφορία. Στην κυκλοφορία ρίχνονται, αντιθέτως, καθημερινά, σενάρια πρόωρων εκλογών- την άλλη εβδομάδα, τον άλλο μήνα, την άνοιξη, του χρόνου, σε τρία τέρμινα.

Οι παρατηρητικότεροι έχουν ήδη διαπιστώσει ότι η παραφιλολογία των πρόωρων εκλογών είναι ένα λάιτ μοτίφ της «νέας διακυβέρνησης», από τις πρώτες της κιόλας ημέρες. Ακούσαμε για πρόωρες εκλογές πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2004, για να κερδηθεί τάχα ο χαμένος χρόνος των Ολυμπιακών Αγώνων και να «μηδενιστεί το κοντέρ». Από τότε, σε κάθε στροφή, ανά τρίμηνο σχεδόν, οι πρόωρες εκλογές εμφανίζονταν στον ορίζοντα, ως «σκέψη», εισήγηση», «πιθανότητα», «διαρροή». Νάτες πάλι, πριν καλά καλά σαραντίσει η μετεκλογική κυβέρνηση.

Είναι μια προσπάθεια πλάγιας παρέμβασης στην εσωκομματική κρίση του ΠΑΣΟΚ η αναζωπύρωση της σχετικής φιλολογίας; Είναι μια απόπειρα εκφοβισμού του λόχου των ατάκτων,

Το βέβαιο- και το σημαντικότερο – είναι ότι αυτή η διαρκής ροπή προς τη δημόσια εκλογομαντεία καθρεφτίζει, με ακρίβεια, το κλίμα, το πνεύμα και τις κατ΄ ιδίαν συζητήσεις εντός των κυβερνητικών τειχών. Τουτέστιν: Αν συζητούν διαρκώς για εκλογικούς αιφνιδιασμούς, τεχνάσματα και εκλογικούς νόμους, αν βρίσκονται διαρκώς σε αναζήτηση της ευκαιρίας για το επόμενο πολιτικό κόλπο, είναι γιατί δεν έχουν τίποτε άλλο στο μυαλό τους

των πληγωμένων πρώην υπουργών και των απελπισμένων βουλευτών; Ή είναι, απλώς, μια συζήτηση για να κυλά ο χρόνος, να διασκεδάζεται η πλήξη, να μετατίθεται η προσοχή των δημοσιολογούντων από το κενό της δράσης στον πυρετό των εκλογικών σχεδίων;

Μπορεί να ισχύει κάτι απ΄ όλα αυτά, όλα μαζί ή τίποτε απολύτως. Αδιάφορο. Το βέβαιοκαι το σημαντικότερο- είναι ότι αυτή η διαρκής ροπή προς τη δημόσια εκλογομαντεία καθρεφτίζει, με ακρίβεια, το κλίμα, το πνεύμα και τις κατ΄ ιδίαν συζητήσεις εντός των κυβερνητικών τειχών. Τουτέστιν: Αν συζητούν διαρκώς για εκλογικούς αιφνιδιασμούς, τεχνάσματα και εκλογικούς νόμους, αν βρίσκονται διαρκώς σε αναζήτηση της ευκαιρίας για το επόμενο πολιτικό κόλπο, είναι γιατί δεν έχουν τίποτε άλλο στο μυαλό τους. Στα σαλόνια των υπουργών και των συμβούλων τους εκλογολογούν, γιατί άλλο θέμα συζήτησης δεν διαθέτουν.

Οι κυβερνήσεις, γενικά, ενδιαφέρονται πρωτίστως για την επανεκλογή τους- σύμφωνοι. Αλλά είναι μάλλον σπάνιο φαινόμενο μια κυβέρνηση που να μην έχει στον κύκλο των ενδιαφερόντων της απολύτως τίποτε άλλο. Ακόμη και τώρα που πέτυχε την πρώτη επανεκλογή.

Στην ελληνική πολιτική ζωή, λοιπόν, φαίνεται πως μια ενδημική της πολιτικής ασθένεια, ο κυνισμός, «χτυπά» τιμές ρεκόρ.

Όχι πως ξαφνιάζεται κανείς. Η μετεκλογική αφασία είναι ασορτί με το προεκλογικό κλίμα. Μια παράταξη που εξήγγειλε εκλογές τον Δεκαπενταύγουστο, επικαλέστηκε ως μείζονα εθνικό λόγο για την πρόωρη διάλυση της Βουλής τη ρουτίνα της σύνταξης προϋπολογισμού, ζήτησε (και έλαβε!) την ψήφο μας χωρίς να ανακοινώσει καν ένα κάποιο κυβερνητικό πρόγραμμα (ξαναδιαβάστε- μας είπαν- το προηγούμενο, ισχύει ακόμη!) και- το αποκορύφωμα- όταν μια απροσδόκητη φυσική συμφορά, οι πυρκαγιές, πήγαν να της χαλάσουν το πάρτι, δεν δίστασε να σερβίρει ένα γελοίο παραμύθι με «ασύμμετρες απειλές», μια παράταξη που με τόσο ακραίο κυνισμό πολιτεύθηκε προεκλογικά, είναι λογικό μετεκλογικά πάλι για εκλογές να κουβεντιάζει.

Αναρωτιέμαι μόνον αν αυτός ο κτηνωδών διαστάσεων κυνισμός είναι μιας παράταξης μόνον ίδιον, κάτι σαν «δεξιό σύνδρομο». Ή αν είναι παράγωγο ενός πολιτικού συστήματος που αναπαράγεται φθείροντας και διαφθείροντας, που έχει πάρει διαζύγιο από τη ζωντανή, δημιουργική Ελλάδα και δεν μπορεί να αποδώσει παρά αντιπαραγωγικό πολιτικαντισμό. Τείνω να πιστέψω το δεύτερο…