Συναρπαστική, μέσα από τις φωτογραφίες και τις δημοσιεύσεις – το βιβλίο ακόμα

δεν το διάβασα -, μοιάζει αυτή η ιστορία του 1950 που την έκανε βιβλίο η Ρέα

Γαλανάκη με τον εξαίσιο τίτλο «Αμίλητα, βαθιά νερά». Έχω διαβάσει όλα τα

προηγούμενά της, είμαι σίγουρη ότι θα είναι ωραίο. Στο μεταξύ διάβασα το

γράμμα διαμαρτυρίας της Τασούλας – της ηρωίδας – για το βιβλίο. Είναι κι αυτό

ένα γράμμα, να το πω πάλι συναρπαστικό; Πάντως πειστικό, μοιάζει γραμμένο εκ

βαθέων, και σε συγκλονίζει όσο μιλάει για τα συναισθήματά της. Με μεγάλη

ευκολία όμως καταλογίζει ταπεινά κίνητρα στη συγγραφέα, περιφρονεί τον μόχθο

της και κατακρίνει τις φιλοδοξίες της. Αισθάνθηκε κι αυτή ίσως να της ξεφεύγει

η εικόνα της ζωής της. «H Τέχνη είναι ελεύθερη», απάντησε η Γαλανάκη. Ωραία

φράση για να την πεις σε λογοκριτές, σε δικαστές, σε αστυνόμους, σε εξουσίες.

Όχι σε ανθρώπους που έχουν πληγωθεί. H Τέχνη είναι ελεύθερη να τσαλαπατά ζωές;

Ξέρω ανθρώπους που το πιστεύουν, δεν ενδιαφέρονται για το κόστος ενός έργου

τέχνης, όμως ξεχνούν την ανθρωπιστική της διάσταση, της Τέχνης, την ηθική της

διάσταση. Όχι, δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, τόσο απόλυτα, όταν έχεις να

κάνεις με τη ζωή ανθρώπων που γίνονται αντικείμενο της δημιουργίας σου. Και

νομίζω, αν κρίνω από την ευαισθησία του γραπτού της λόγου, ότι και η Γαλανάκη

δεν το ξεπερνά έτσι εύκολα τα θέμα μέσα στην ψυχή της. Αν μπορούσε η καθεμιά

να σεβαστεί τη θέση της άλλης περισσότερο, θα ήταν κέρδος ίσως για κάποια

τρίτη ιστορία, γιατί η πρώτη έχει ήδη γραφτεί από τις εφημερίδες του 1950. Στο

μεταξύ, με το κείμενό της η κυρία Τασούλα μετέχει κι αυτή της Τέχνης, κι αν

υπήρχε θα μπορούσε να διεκδικήσει άνετα το Πούλιτζερ επιστολογραφίας.