Ο λόγος στους αναγνώστες.

Ο K. Παπανδρέου, από τις Φαρές Πατρών, γράφει:

«»Τιμή» και «δόξα» σ’ εκείνους που ξέρουν να τιμούν αυτόν που κάποτε ατίμασε

τη Δημοκρατία στη χώρα μας, τον οποίο ο μεγάλος Ανδρέας Παπανδρέου πολύ

εύστοχα χαρακτήρισε «Εφιάλτη της Δημοκρατίας».

Παρ’ ότι έχουν περάσει πολλά χρόνια από την αποφράδα ημέρα της 15ης Ιουλίου

του 1965, η πράξη του αυτή είναι ιστορικά καταγεγραμμένη στη μνήμη του λαού

και δεν σβήνει ποτέ και με τίποτα. Άλλωστε ο απόηχος της λαϊκής οργής ενάντια

στους αποστάτες ακόμα πλανάται πάνω από την Πλατεία Συντάγματος.

H συμπεριφορά λοιπόν εκείνων που τον τιμούν καταδεικνύει ότι το πάθος της

σύνδεσής τους με το φαινόμενο «Εφιάλτη» τούς είναι σπουδαιότερο από την ιερή

υπόθεση της Δημοκρατίας.

Εύλογα θα παρατηρούσε κανείς ότι πρόκειται για αυτοκτονία της αξιοπρέπειάς

τους, αν την είχαν.

Ο ίδιος σημειώνει:

«Αυτό που παρατηρείται στη σημερινή κοινωνία μας και αποτελεί άθλιο φαινόμενο

είναι οι αυξημένες ανάγκες που προκύπτουν από την αλαζονική μανία κάποιων να

τα έχουν όλα χάριν επίδειξης εξαιτίας της ανούσιας ματαιοδοξίας τους, ωσάν να

πρόκειται να έρθει ξαφνικά το τέλος τους και δεν προλάβουν να τα αποκτήσουν.

H απαλλαγή απ’ αυτόν τον παραλογισμό που συνεπάγεται εξαχρείωση συνειδήσεως

είναι δυνατόν να προέλθει μόνο αν όλοι ταυτόχρονα φέρουν στο μυαλό τους κάποια

σπουδαία όσο και καταλυτικής σημασίας πράγματα: πρώτον, «φτωχός δεν είναι

αυτός που έχει λίγα, αλλά αυτός που θέλει να έχει πολλά». Δεύτερον: «τι γαρ

ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον και ζημιωθεί την ψυχήν αυτού;».

Και τρίτον: «… ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα», κάτι που

ψάλλεται κατά τη νεκρώσιμη ακολουθία και σε κάνει να εμπνέεσαι από το

συναίσθημα της ματαιότητας της ζωής»».

Τέλος, ο αναγνώστης τονίζει:

«Ας υποθέσουμε πως κάποιος δημοσιογράφος συγκεντρώνει όλες αυτές τις αθλήτριες

που έχουν πάρει χρυσά και αργυρά μετάλλια και παίρνοντας ξέχωρα την καθεμία τη

ρωτά: «Αν δεν ήσουν αυτό που είσαι, τι άλλο θα ήθελες να είσαι;». «Φυσικά αυτό

που είμαι τώρα και τίποτα άλλο», του απαντά. Αν ο δημοσιογράφος, ταυτόχρονα με

την απάντηση που του δίνει, έχει το αυτί του στο αυτί της, θ’ ακούσει μέσα της

να λέει: «Ας ήμουν κι εγώ σαν την Άντζελα Γκερέκου τη γόησσα και Ελίζαμπεθ

Τέιλορ της Ελλάδος κι ας μου έλειπαν 100 τσουβάλια μετάλλια. Γιατί το

ισχυρότερο όπλο της γυναίκας είναι η ομορφιά της και όχι η άθληση από την

οποία αποχτά τραχιά φωνή και το πρόσωπό της μυϊκές συσπάσεις προσδίδοντας σ’

αυτό ανδρικά χαρακτηριστικά, κάτι που κάνει έναν άνρα να την αποστρέφεται.

Νομίζω πως κι εγώ δικαιούμαι να έχω την άποψή μου για τη γυναίκα, για την

οποία θεωρώ πως πρέπει να είναι γυναίκα και μόνο γυναίκα.

Επίσης, θεωρώ επιτυχημένο έναν άντρα από την ωραία γυναίκα που έχει, και όχι

από τα πλούτη ή αξιώματα. Και τον άντρα που έχει ωραία γυναίκα ή θα τον

θαυμάζουν και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό ή θα τον φθονούν και είναι το πιο

πιθανό. Καλύτερα να τον φθονούν παρά να τον λυπούνται όταν έχει

γυναικοκυράτσα. Ο άντρας που συγκινείται από τα γλυκά μάτια μιας όμορφης

γυναίκας έχει εκλεκτή ψυχή που τον κάνει να νιώθει αίσθημα θείο! Γιατί ωραίο

σώμα μπορεί να έχει και μια του οίκου ανοχής ή τραβεστί»».