Αγρυπνία – όπως χθες – και σήμερα. Ολονύχτιες προσευχές και δεήσεις που
αποφάσισε ως γνωστόν η Ιερά Σύνοδος, για να ξεπεραστεί η κρίση στην Εκκλησία.
Θα είμαι κι εγώ, με τον νου μου, στον ναό τού Αγίου Ελισαίου (Πλάκα), όπου
έψελνε ο Αλ. Παπαδιαμάντης. Και θα διαβάζω όλη τη νύχτα τους παρακάτω στίχους
Ελλήνων ποιητών:
«Σώσε με, Κύριε, από της εξουσίας τη μέθη και τη φρόνηση των ηρεμούντων/ από
τη λάμψη του χρήματος που του φωτός τη λάμψη αναστέλλει…» (Κρ. Αθανασούλης).
«Κύριε, σε μια βδομάδα έχτισες τον κόσμο/ (…) κι εγώ μια ολόκληρη ζωή
χτίζοντας καθημερινά δεν απόχτησα ένα καλύβι…» (Αντ. Δωριάδης).
«Αν δεν μου ‘δινες την ποίηση, Κύριε/ δεν θα ‘χα τίποτα για να ζήσω…»
(Νικηφ. Βρεττάκος).
«Κύριε, άνθρωποι απλοί, πουλούσαμε υφάσματα /κι η ψυχή μας ήταν ύφασμα που δεν
τ’ αγόρασε κανείς…» (I. Δ. Αντωνίου).
«… Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες/ π’ αφήσανε τα δίχτυα τους/ και πήρανε
τα βήματά του/ κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν/ κι όταν Αυτός
τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν /κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα
μάτια/ κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν…» (Μαν.
Αναγνωστάκης).
«Σαράντα σβέροι βοδινοί με λαδωμένες μπούκλες/ σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και
βρώμιες ποδαρούκλες/ ξετσίπωτοι, ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι/ ντυμένοι
στα μαλάματα κι επίσημοι κι ωραίοι.
Σαράντα λύκοι με προβιά (γι’ αφτούς βαρά η καμπάνα/ Καθένας γουρουνόπουλο,
καθένας νταμιτζάνα.
Κι απέ, ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι/ Κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες
στο μπατζάκι
Όξω ο κοσμάκης φώναζε: Πεινάμε τέτιες μέρες,/ γερόντοι και γερόντισες,
παιδάκια και μητέρες/ κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι/ ανοίξαν
τα παράθυρα και κράξαν: Είστε αθέοι!»
(K. Βάρναλης)