Έγιναν όλα τόσο βίαια και τόσο αναπάντεχα που το μυαλό του δεν πρόλαβε

ακόμα να επεξεργαστεί και να χωρέσει τα δεδομένα. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη

βρέθηκε, δεμένος, φιμωμένος και με ταινία στα μάτια, στην καρότσα ενός

αυτοκινήτου. Δεν το ήξερε ακόμα αλλά η ζωή του είχε αποτιμηθεί σε 500.000 ευρώ!

«Χρωστάω κι εγώ στις τράπεζες! Να βάλω κουκούλα στο κεφάλι και να πάρω καραμπίνα;»

Τόσα ζήτησαν οι απαγωγείς του από τη γυναίκα του, Ελένη, δύο ώρες μετά την

εξαφάνισή του… Και αυτό το ποσό ο 27χρονος κτηνοτρόφος Θανάσης Μακέδος, από

τα Λιμενάρια Θάσου, μόνο στον ύπνο του μπορούσε να ονειρευτεί…

Εφιάλτης. Τριάντα έξι μέρες μετά, έχει χάσει και τον ύπνο του! Τη μέρα

έχει πολλές ασχολίες, πηγαίνει στο μαντρί, τριγυρίζει με τα ζώα του στα γύρω

βουνά, κάνει όλα όσα έκανε και πριν. Αλλά το βράδυ… Τότε αρχίζει ο εφιάλτης.

Ένα τρέμουλο, μια βαθιά αίσθηση ανασφάλειας, ένα αίσθημα πνιγμού που δεν

μπορεί να ελέγξει. «Τα έβγαλα πέρα, δεν λέω, έπαιξα τη ζωή μου κορόνα –

γράμματα και ευτυχώς κέρδισα», ομολογεί με αφοπλιστική ειλικρίνεια. «Αλλά

να… Έχω ακόμα μεγάλο ψυχολογικό πρόβλημα. Οι λιγοστές ώρες ύπνου που κάνω

είναι ταραγμένες… Πέρασα τέτοια αγωνία και τέτοια λαχτάρα που δεν έχει

προηγούμενο»!

Τις ώρες της ομηρείας του, η μόνη σκέψη που τον όπλιζε με θάρρος ήταν τα μωρά

του – η τετράμηνη αβάπτιστη κορούλα του και η χαριτωμένη Γεωργία, 16 μηνών –

και το χαμόγελο της γυναίκας του! Έπρεπε να τις ξαναδεί και τις τρεις, λέει.

Ευγνωμονεί την ύπαρξή τους και τώρα δεν τις αφήνει από την αγκαλιά του. H ζωή

του άλλωστε χωρίστηκε στα δυο – στην πριν και στη μετά την απαγωγή του!

Όλα άρχισαν παραμονή Δεκαπενταύγουστου, στις 7 το πρωί. «Εκείνη την ώρα έφτασα

στο μαντρί, στη θέση Μαριές, στο βουνό, μαζί με τον Αντριάν Μπόικα, τον Αλβανό

που με βοηθάει. Παραπίσω ερχόταν ο γαμπρός μου, ο Μπάμπης Δεληβασίλης…».

Δύο άντρες με κουκούλες στα κεφάλια, πάνοπλοι, με πιστόλια, καραμπίνα και

μαχαίρια, πετάχτηκαν μπροστά τους από κάτι σχίνα και τους ακινητοποίησαν: «Ο

ένας με χτύπησε με το όπλο στο κεφάλι και έδωσε εντολή στον άλλον: “Σκότωσε

τον Αλβανό”. Ευτυχώς εκείνη την ώρα ανηφόριζε ανύποπτος ο γαμπρός μου που τους

πέρασε για κυνηγούς και το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε. Τον ακινητοποίησαν και

αυτόν και μας πήγαν και τους τρεις στην παράγκα που έχω στο μαντρί μου…»

Υπνωτικό. Τους έδεσαν τα χέρια με καλώδια και εκείνον τον πότισαν με το

ζόρι υπνωτικό που το είχαν ρίξει σε ένα μπουκάλι με νερό. Τους άλλους δυο τούς

κλείδωσαν στην παράγκα. Το φάρμακο δεν ήταν αρκετό για να τον κοιμίσει, μονάχα

του έκοψε τις δυνάμεις. Του έβαλαν ταινία στα μάτια και τον φόρτωσαν, σαν ένα

δεμάτι άχυρα, στην καρότσα ενός αυτοκινήτου: «Το σχέδιό τους ήταν να περάσουν

από τον Λιμένα της Θάσου απέναντι στην Κεραμωτή αλλά έχασαν το βαπόρι των 7.30

και μετά δεν ρίσκαραν, θα είχε πολύ κόσμο. Έτσι αναγκάστηκαν να με πάνε σε μια

εγκαταλελειμμένη καλύβα και να με μετακινήσουν αργά το βράδυ…».

Λύθηκε. H αλλαγή του σχεδίου ήταν σωτήρια για τον Θανάση Μακέδο. Ο

Αλβανός που τον φύλαγε δεν άντεξε την κούραση και την υπερβολική ζέστη και

παραδόθηκε σε βαθύ ύπνο στο ντιβάνι που υπήρχε δίπλα στην πόρτα της καλύβας. Ο

27χρονος κτηνοτρόφος κατάφερε να περάσει τα δεμένα χέρια του από τα πόδια του

και σιγά σιγά να λυθεί και να βγάλει και την ταινία από το στόμα του. «Γυρίζω

και βλέπω ένα κουτί με μπογιά. Το αρπάζω και του το κοπανάω στο κεφάλι.

Ουρλιάζει αλαφιασμένος και πιανόμαστε στα χέρια. Ρίχνει αυτός, ρίχνω εγώ

μπουνιές. Βλέπω ένα σίδερο, το αρπάζω και τον χτυπάω στη μέση στο κεφάλι.

Πετάγονται τα αίματα παντού, ανοίγει την πόρτα και αρχίζει να τρέχει…».

Ο εγκέφαλος. Τρέχει κι εκείνος, αντίθετα, και ύστερα από 15 λεπτά

ξαπλώνει στην άσφαλτο: «Κάτι παιδιά τουρίστες με μεταφέρουν στο αστυνομικό

τμήμα, στις 3 και κάτι το μεσημέρι. Και εκεί μαθαίνω ότι η απαγωγή μου είχε

γίνει γνωστή από τις 10 το πρωί που λύθηκαν οι δύο στην καλύβα, ειδοποίησαν

την αστυνομία που είχε κινητοποιηθεί άμεσα, είχε ανακρίνει όλους τους

συγγενείς και τους γνωστούς, είχε παγιδεύσει τηλέφωνα και είχε ήδη καταλήξει

και στον εγκέφαλο της απαγωγής μου που ήταν ένας έμπορος, ο Χρήστος Παξιβάνης

από τη Νέα Καρβάλη Θάσου που τροφοδοτούσε με κατεψυγμένα κρέατα τους

ταβερνιάρηδες της περιοχής… Αυτός ο άνθρωπος, που είχε κατηγορηθεί στο

παρελθόν για διάφορα, είχε απ’ ό,τι μαθεύτηκε ακάλυπτες επιταγές ύψους 140

εκατομμυρίων και βρήκε τρόπο να τις… καλύψει»!

Ο έμπορος συνελήφθη στα βουνά της Θάσου

Ο Θανάσης Μακέδος με τη γυναίκα του Ελένη και τα δύο μωρά τους…

Ο έμπορος κατεψυγμένων συνελήφθη, ανήμερα τη γιορτή της Παναγίας, στα βουνά

της Θάσου όπου ήταν κρυμμένος. Ο Αλβανός και μια γυναίκα, για την οποία

υπάρχουν πληροφορίες ότι ήταν ανακατεμένη, αναζητούνται. Ο Θανάσης Μακέδος

κλειδαμπαρώνει κάθε βράδυ το σπίτι του και προσπαθεί να βρει ξανά τους

φυσιολογικούς ρυθμούς ζωής κοντά στην οικογένειά του. Και η μάνα του, η

64χρονη Γεωργία Μακέδου, μια αξιέπαινη γυναίκα που ξέρει λίγα γράμματα αλλά

έχει πολλά πτυχία ζωής, δίνει το δικό της σοφό στίγμα: «Δεν μπορώ να διανοηθώ,

παιδί μου, αυτό που έγινε στην οικογένειά μας! Είμαι 50 χρόνια παντρεμένη,

έκανα 14 χρόνια στη Γερμανία με τρία τότε παιδιά, φτύσαμε αίμα και κοπιάσαμε

πολύ με τον άντρα μου να τα φέρουμε βόλτα, να κάνουμε ένα κομμάτι σπίτι, να

τακτοποιήσουμε τα παιδιά μας… Ήρθανε να λιμπιστούν τι; Να πάρουν τον κόπο

μιας ζωής που ήταν τίμιος και ειλικρινής; Ο άντρας μου με χίλια προβλήματα

υγείας τρέχει ακόμα πίσω από τα πρόβατα. Το ίδιο και τα παιδιά μου! Είμαστε

άνθρωποι με ψυχή, σωστοί και δημιουργικοί και δεν μας άξιζε αυτή η λαχτάρα. Αν

δούλευαν τόσο σκληρά όλοι οι Έλληνες, θα ήταν διαφορετική και η χώρα μας και

δεν θα χρειαζόταν να λέμε ότι φταίνε κάθε φορά αυτοί που κυβερνάνε. Εμείς

φταίμε, κανένας άλλος…».

Πίστευαν ότι είμαστε πάμπλουτοι

Ένα χρόνο πριν ο έμπορος κατεψυγμένων είχε πάει, συστημένος από τοπικό

σύμβουλο της περιοχής, στον Σταμάτη Μακέδο, πατέρα του Θανάση, και του είχε

ζητήσει δάνειο 5.000.000 δραχμές που φυσικά δεν πήρε: «Ο πατέρας και η μάνα

μου ήταν χρόνια στη Γερμανία και όταν επέστρεψαν έφεραν κάτι λίγα χρήματα για

τα γηρατειά τους. Δεν ξέρω πώς και γιατί αλλά φαίνεται πως πολλοί στο χωριό

πίστευαν ότι είμαστε… πάμπλουτοι! Αν ήμασταν, δεν θα παίρναμε δάνεια από τις

τράπεζες για να αγοράσουμε ζώα ή να σηκώσουμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι

μας ούτε θα γινόμασταν κτηνοτρόφοι. Θα σηκώναμε ξενοδοχεία και θα ήμασταν

αφεντικά…».

Ορεσίβιος και άνθρωπος της απλότητας και της βιοπάλης ο Θανάσης Μακέδος, όπως

και οι γονείς του και τα άλλα τρία αδέρφια του, δεν μπορεί να καταλάβει «πώς

είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να παίρνει μια καραμπίνα, να βάζει κουκούλα στο

κεφάλι του και να απειλεί τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου από τον οποίο ζητά ένα

εξωφρενικό ποσό γιατί έχει… χρέη! E, δεν μπορώ να το καταλάβω! Να κάνω και

εγώ το ίδιο που χρωστώ στην τράπεζα και όποιος άλλος χρωστάει;».

Vidcast: Baskettalk