Από τον διευθυντή του Γραφείου Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων της Ιεράς

Αρχιεπισκοπής Αθηνών κ. Χάρη Κονιδάρη, «ΤΑ ΝΕΑ» έλαβαν την ακόλουθη απαντητική

επιστολή σε άρθρο του βουλευτή Δωδεκανήσου κ. Κοσμά Σφυρίου που δημοσιεύθηκε

στο φύλλο της 17ης Οκτωβρίου της εφημερίδας:

Αξιότιμε κύριε Σφυρίου,

Διάβασα με ιδιαίτερη προσοχή το υπό τον τίτλο «Ερωτήματα προς τον

Αρχιεπίσκοπο» άρθρο σας, το οποίο δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 17ης Οκτωβρίου

ε.ε. της έγκριτης εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ». Τα όσα γράφετε, οφείλω να επισημάνω ότι

μου δημιούργησαν εύλογα την αίσθηση ότι είτε, από ελλιπή ενημέρωση και

πληροφόρηση, αγνοείτε την αντικειμενική πραγματικότητα των τελευταίων μηνών ως

προς τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, καθώς επίσης και την εκκλησιαστική

τάξη που έχει παγιωθεί στο πέρασμα των αιώνων, είτε, εξαιτίας άλλων

σκοπιμοτήτων που εσείς καλύτερα γνωρίζετε, συνειδητά και ηθελημένα παραποιείτε

την αλήθεια. Ελπίζω και θέλω με κάθε τρόπο να πιστεύω ότι ισχύει το πρώτο.

Αρχικά, θα ήθελα να σημειώσω ότι το σημείο από το οποίο εκκινείσθε είναι

λανθασμένο, αν μη και προβληματικό. Απευθύνετε δημόσια, όπως γράφετε, μία

σειρά ερωτημάτων προς τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος

κ.κ. Χριστόδουλο «με αφορμή την έμπρακτη απαράδεκτη αμφισβήτηση της

δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί των εκκλησιών της Δωδεκανήσου,

την οποία εκδηλώνει η Αρχιεπισκοπή Αθηνών κατά τη συγκέντρωση υπογραφών στις

εκκλησίες για το ζήτημα των αστυνομικών ταυτοτήτων» (το εντός εισαγωγικών

τμήμα παρουσιάζεται αυτολεξεί όπως ακριβώς δημοσιεύθηκε). Η με τον τρόπο αυτό

προσαπτόμενη άμεσα μομφή είναι πέρα ως πέρα αστήρικτη. Και αυτό για τους

ακόλουθους λόγους, τους οποίους θα έπρεπε, ως εκ του εντόνου ενδιαφέροντός σας

για τα εκκλησιαστικά δρώμενα, αλλά και εκ της θεσμικής σας ιδιότητας ως

βουλευτής της «θιγόμενης» περιοχής και άρα ως εκπρόσωπος των πολιτών της και

εν δυνάμει ψηφοφόρων σας, να γνωρίζετε:

1. Η Ειδική Συνοδική Επιτροπή Διαδικασίας Συλλογής Υπογραφών για το

θέμα της προαιρετικής ή μη αναγραφής του στοιχείου του θρησκεύματος στα νέα

δελτία αστυνομικών ταυτοτήτων έγινε, λίγες ημέρες μετά την έναρξη της εν λόγω

διαδικασίας, αποδέκτης σχετικών αιτημάτων συλλόγων, οργανώσεων και σωματείων

της Δωδεκανήσου, αλλά και άλλων περιοχών εντός και εκτός της ελληνικής

επικρατείας (για τις οποίες βέβαια δεν κάνετε λόγο στο άρθρο σας), με τα οποία

διατυπωνόταν η επιθυμία συμμετοχής των μελών τους στη Δημοψηφισματική

Πρωτοβουλία Πολιτών την οποία ανέλαβε για το όλο ζήτημα η Ιερά Σύνοδος της

Εκκλησίας της Ελλάδος και όχι η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών.

2. Η εν λόγω Επιτροπή, λόγω της ιδιομορφίας του ανακύψαντος ζητήματος,

αλλά και της λεπτότητας του απαιτούμενου χειρισμού, δεδομένης της

αδιαμφισβήτητης δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως

επί των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου (Ρόδου, Κω, Λέρου, Καλύμνου και

Αστυπάλαιας, Καρπάθου και Κάσου), αλλά και της ιδιότητας των αιτούντων

κατοίκων Δωδεκανήσου ως Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι υφίστανται και αυτοί τις

συνέπειες της κυβερνητικής μεθόδευσης για τη διαγραφή του θρησκεύματος από τις

νέες ταυτότητες, παρέπεμψε το θέμα στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο (ΔΙΣ).

3. Η ΔΙΣ, επιδεικνύοντας απόλυτο σεβασμό στο εκκλησιαστικό καθεστώς που

υφίσταται στα Δωδεκάνησα και επιπρόσθετα διακριτικότητα για τη στάση την οποία

η Μητέρα Εκκλησία και ο σεπτός Προκαθήμενός της επέλεξαν να τηρήσουν στο

ζήτημα των ταυτοτήτων, έκρινε, χωρίς χρονοτριβές, ότι δεν ήταν δυνατόν σε

καμία περίπτωση να απευθυνθεί στις Ιερές Μητροπόλεις της εν λόγω περιοχής,

αποστέλλοντας προς διανομή τα ειδικά έντυπα συλλογής υπογραφών για τη

διενέργεια δημοψηφίσματος, όπως έπραξε και πράττει για τις Ιερές Μητροπόλεις

που υπάγονται στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Παράλληλα όμως η ΔΙΣ

έκρινε ότι δεν είχε το δικαίωμα να απαγορεύει σε οποιονδήποτε Έλληνα πολίτη,

κάτοχο ελληνικής ταυτότητας, ανεξαρτήτως τόπου καταγωγής, γεννήσεως ή

κατοικίας, φύλου, φυλής, χρώματος, θρησκεύματος, φιλοσοφικών, ιδεολογικών ή

πολιτικών πεποιθήσεων, να συμμετέχει ως άτομο στην όλη πρωτοβουλία με αυτή του

ακριβώς την ιδιότητα (δηλαδή του Έλληνα πολίτη και όχι του πιστού μέλους της

Εκκλησίας της Ελλάδος ή του, κατά την έκφρασή σας, «ορθόδοξου χριστιανού της

Δωδεκανήσου»), υπογράφοντας τα ειδικά έντυπα στις ενορίες, στα ειδικά υπαίθρια

κέντρα συλλογής υπογραφών ή σε άλλα σημεία πάντα των περιοχών δικαιοδοσίας της

Εκκλησίας της Ελλάδος. Εφόσον λοιπόν η «αφορμή» που σας προκάλεσε να θέσετε τα

ερωτήματα που θέσατε προς τον Αρχιεπίσκοπο αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει,

καθώς η Εκκλησία της Ελλάδος και ο Προκαθήμενός της ούτε «υποτιμούν» το

Οικουμενικό Πατριαρχείο, ούτε το «παρακάμπτουν», ούτε το «αγνοούν», ούτε δρουν

«ερήμην του» σε θέματα και περιοχές της δικαιοδοσίας Του, αλλά επιθυμούν να

παραμείνει πάντα στη θέση που του ανήκει ιστορικά και με βάση τους Κανόνες της

Εκκλησίας, και την προσφορά του προς την Ορθοδοξία και την Οικουμένη,

τρέφοντας προς αυτό αισθήματα μεγάλης εν Κυρίω αγάπης και βαθύτατου σεβασμού,

εύλογα ο οιοσδήποτε «σκεπτόμενος – προβληματισμένος πολίτης» (ο χαρακτηρισμός

δικός σας) θα μπορούσε να υποψιαστεί ότι, εν γνώσει της ανυπαρξίας της, την…

κατασκευάσατε. Και φυσικά ότι προχωρήσατε στην εν λόγω κατασκευή, επιθυμώντας

για τους δικούς σας λόγους, με τα ερωτήματά σας στα οποία ο ίδιος απαντάτε, να

καλλιεργήσετε εντυπώσεις, να ανακυκλώσετε το θέμα των ταυτοτήτων, το οποίο

κατά τις αναρίθμητες και κουραστικά επαναληπτικές δηλώσεις του κυβερνητικού

εκπροσώπου «έχει κλείσει οριστικά και αμετάκλητα» ή «να παρατείνετε τεχνητά

την κρίση στις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας» (αυτό ισχυρίζεσθε ότι πράττει ο

Μακαριώτατος) με πρόθεση να αποπροσανατολίσετε την κοινή γνώμη από άλλα

εθνικά, κοινωνικά ή οικονομικά προβλήματα. Νομίζω ότι αυτόν τον «σκεπτόμενο –

προβληματισμένο πολίτη» πρέπει εσείς να τον πείσετε περί του αντιθέτου,

αναγνωρίζοντας απλά ­ και αυτό δεν είναι κακό ­ ότι λόγω αγνοίας περιπέσατε σε

σφάλμα ή ότι έτσι, «χωρίς αφορμή», έχετε… μαζεμένα κάποια ερωτήματα στον

Αρχιεπίσκοπο, έστω και δημοσιοποιώντας τα, συμπτωματικά υποθέτω, την παραμονή

της έναρξης της ιδιωτικής και ανεπίσημης επίσκεψης της ΑΘΠ του Οικουμενικού

Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου στην Αθήνα.

Ως προς τα ερωτήματά σας, οφείλω, προς την κατεύθυνση της πλήρους και ακριβούς

πληροφόρησής σας, να σας διευκρινίσω, κατά τη σειρά που τα θέτετε, τα

ακόλουθα:

Α. Ο Μακαριώτατος ουδέποτε υπέθεσε ότι οι διάφορες εταιρείες

δημοσκοπήσεων θα τον περιελάμβαναν, όπως σημειώνετε, «στο ερωτηματολόγιο με το

οποίο καταμετρούν τη δημοτικότητα των αρχηγών των κομμάτων», πολλώ δε μάλλον,

ουδέποτε ζήτησε να περιληφθεί σε αυτό, «αρεσκόμενος στη συμμετοχή σ’ αυτή την

καθαρά πολιτική πράξη». Είχε, από τη στιγμή της ανάρρησής του στον

Αρχιεπισκοπικό Θρόνο, και έχει να ασχοληθεί με πολύ σοβαρότερα ζητήματα, που

αφορούν στην προώθηση της πνευματικής και ευρύτερα ποιμαντικής του αποστολής

σε μία κρίσιμη για την Ορθοδοξία περίοδο, από αυτό το μάλλον σημαντικό για

εσάς, αλλά ευτελές για εκείνον θέμα… προώθησης της δημοτικότητάς του ή, όπως

υπονοείτε, συμμετοχής του σε πολιτικά παίγνια. Το εάν φυσικά οι εν λόγω

εταιρείες δημοσκοπήσεων, αλλάζοντας τις μέχρι τότε πρακτικές τους, έκριναν ότι

πρέπει να περιλάβουν αυτόν ή και τον Οικουμενικό Πατριάρχη ως «πνευματικούς –

θρησκευτικούς», όπως υπογραμμίζετε, «ηγέτες», σε σχετικά ερωτηματολόγια για να

καταγράψουν, για παράδειγμα, την αναβάθμιση της παρουσίας της Ορθοδοξίας στη

σύγχρονη κοινωνία, αυτό είναι ζήτημα για το οποίο πρέπει να θέσετε, διά άλλου

άρθρου σας, ερωτήματα σε αυτές. Πάντως, ο Μακαριώτατος, με δήλωσή του τον

Δεκέμβριο του 1998, εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για το ότι το όνομά του

συμπεριλαμβάνεται μαζί με τα ονόματα πολιτικών στις δημοσκοπήσεις.

Β. Την κρίση στις σχέσεις με την Πολιτεία δεν την προκάλεσε, ούτε την

επεδίωξε η Εκκλησία της Ελλάδος. Της επεβλήθη. Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας

της Εκκλησίας μας διατύπωσε με ειρηνικό τρόπο τη διαφωνία της σε μία

συγκεκριμένη κυβερνητική απόφαση: Ζήτησε από την κυβέρνηση διάλογο και αυτή

τον απέρριψε στην πράξη, αφού προηγουμένως τον είχε ρητά αποδεχθεί (δηλώσεις

κ. υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων της 17ης Μαΐου ε.ε.). Ζήτησε

συνάντηση και την αρνήθηκε, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Αρχιεπίσκοπος σε

συνέντευξή του στο μηνιαίο ενημερωτικό περιοδικό της Ιεράς Αρχιεπισκοπής

Αθηνών «ΤΟΛΜΗ». Μετά τις λαοσυνάξεις της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, η

Εκκλησία ανέλαβε για το ζήτημα της διαγραφής του θρησκεύματος από τις

ταυτότητες, όχι τη διενέργεια δημοψηφίσματος, αλλά την απόλυτα νόμιμη,

συνταγματική και σύμφωνη με τη Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

πρωτοβουλία συλλογής υπογραφών όσων Ελλήνων πολιτών επιθυμούν την ενεργοποίηση

του θεσμού της Άμεσης Δημοκρατίας, που, όπως γνωρίζετε, υφίσταται σε αρκετές

χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά όχι στη χώρα μας. Όσων δηλαδή Ελλήνων

πολιτών επιθυμούν την ενεργοποίηση του άρθρου 44 του ισχύοντος Συντάγματος για

τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος (όσων δηλώνουν προς την κυβέρνηση τη θέλησή τους

να διενεργήσει αυτή δημοψήφισμα), προκειμένου, με την ως άνω ιδιότητά τους, να

εκφέρουν ελεύθερα τη γνώμη τους για την προαιρετική ή μη αναγραφή του

θρησκεύματος στις ταυτότητες, δηλαδή για ένα κρίσιμο εθνικό θέμα, για ένα θέμα

που συνδέεται άμεσα με την ιδιοπροσωπία του λαού μας. Στην πρωτοβουλία αυτή,

που εσφαλμένα βαπτίζετε «πολιτική διαδικασία» και «δημοψήφισμα παρωδία», έχουν

το δικαίωμα, όπως σας ανέφερα προηγουμένως, να υπογράψουν και όλοι οι αρχηγοί

κομμάτων ως απλοί Έλληνες πολίτες, πράττοντας όπως ακριβώς, ελεύθερα και

συνειδητά, επιλέγουν. Μπορεί να φέρουν το επώνυμο, Σημίτης ή Καραμανλής ή

Παπαρήγα ή Κωνσταντόπουλος ή Τσοβόλας ή Σαμαράς ή όποιο άλλο εσείς έχετε στο

νου σας.

Η Εκκλησία, δίδοντας μαρτυρία της μη εγκόσμιας προοπτικής Της, δεν ασχολείται

με τα της κοσμικής εξουσίας, ούτε ορέγεται αυτήν. Πολλώ δε μάλλον δεν

«ταυτίζεται» με κανέναν πολιτικό σχηματισμό, ούτε εξυπηρετεί, όπως, ατυχώς για

εσάς, υπονοείτε, τα συμφέροντα οιουδήποτε. Η Εκκλησία σε όλους απευθύνεται,

για όλους είναι ανοικτή και όλους τους αγαπά χωρίς όρους, προϋποθέσεις ή

προαπαιτούμενα.

Γ. Η Εκκλησία δεν είναι σωματείο, όπως υπονοείτε, το οποίο εκδίδει τα

«δικά του» δελτία αναγνώρισης των μελών του. Ούτε βέβαια θα ήθελε να

υποβαθμιστεί σε σωματείο. Είναι Θεανθρώπινος οργανισμός, ο οποίος όμως δεν

μπορεί να μείνει αδιάφορος σε κινήσεις που τραυματίζουν την ιστορική παρουσία,

την κοινωνική προσφορά και την ιερή αποστολή του και πλήττουν την παράδοση

αυτού του τόπου. Γιατί το αίτημα της μη διαγραφής του θρησκεύματος από τις

ταυτότητες έχει συμβολικό και ομολογιακό χαρακτήρα.

Οι εμπνευστές αυτών των κινήσεων είναι και οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι για τα

όποια διχαστικά φαινόμενα έχουν εμφανιστεί, όπως εκτιμάτε, στην ελληνική

κοινωνία. Γιατί, όπως φαίνεται, κάποιοι επιμένουν να συγχέουν τη στιβαρή

διακυβέρνηση της χώρας με την περιθωριοποίηση της Εκκλησίας, θέτοντας ως

προϋπόθεση διαλόγου με Αυτήν την παραίτησή Της από τις αρχές Της. Ελπίζω και

θέλω να πιστεύω ότι δεν είστε ένας από αυτούς. Ακόμη όμως και αν είστε, να

γνωρίζετε ότι έχετε την αγάπη της Εκκλησίας.

Φιλικά,

Χάρης Κονιδάρης