Ο Τζορτζ Έντι, διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, δείχνει με υπερηφάνεια ένα

μέρος των αποθεμάτων χρυσού της Βρετανίας. Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί τον

Φεβρουάριο του 1998. Πριν από δύο εβδομάδες, η Τράπεζα της Αγγλίας προχώρησε

στην πώληση 25 τόνων χρυσού, από τους 415 που θα πουλήσει συνολικά τα επόμενα χρόνια

Είναι, τελικά, ανόητος ο υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, που πούλησε την

περασμένη εβδομάδα 25 τόνους χρυσού στη χαμηλότερη τιμή των τελευταίων είκοσι

χρόνων; Είναι ανόητος επειδή διακηρύσσει ότι θα συνεχίσει τις πωλήσεις μέχρι

να μειώσει τα αποθέματα της Βρετανίας κατά 415 τόνους, ανεξάρτητα από το πόσο

χαμηλά θα έχουν φτάσει οι τιμές του πολύτιμου μετάλλου;

Ή μήπως η δημοπρασία για την πώληση χρυσού που πραγματοποίησε η Τράπεζα της

Αγγλίας θα αποδειχθεί μια σοφή επενδυτική κίνηση; Είναι μήπως απαλλαγή από ένα

μη κερδοφόρο περιουσιακό στοιχείο, που η τιμή του είναι καταδικασμένη να πέσει

ακόμη περισσότερο λόγω των πωλήσεων που αναμένεται να πραγματοποιήσει το

Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας, το αυστραλιανό

υπουργείο Οικονομικών και άλλες κεντρικές τράπεζες; Μήπως η Βρετανία

απαρνιέται την ιστορία της; Μήπως η Βρετανία νιώθει πλέον σίγουρη ότι μπορεί

να διαχειριστεί αποτελεσματικά την οικονομία της, απαλλαγμένη από το πολύτιμο

μέταλλο που ο Κέινς χαρακτήρισε «βάρβαρο» και εργαλείο των «προληπτικών»;. Η

απάντηση σε όλες αυτές τις ερωτήσεις είναι πιθανότατα «ναι»!

Αδέξιος χειρισμός

Ναι, ο χρόνος και ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η δημοπρασία ήταν

λίγο αδέξιος. Είναι πολύ πιθανόν ότι μια σιωπηλή πώληση μπορεί να είχε πετύχει

μια καλύτερη τιμή. Επιπλέον, μια περισσότερο ευκαιριακή προσέγγιση στη

διαχείριση των αποθεμάτων χρυσού πιθανόν να ήταν πιο κερδοφόρα μακροπρόθεσμα

για τη Βρετανία.

Είναι επίσης σωστό, από την άλλη, ότι η προγραμματισμένη πώληση 300 τόνων

χρυσού από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η πιθανή ρευστοποίηση 1.300

περίπου τόνων από την Ελβετία θα προκαλέσει νέες πιέσεις τα επόμενα χρόνια

στην τιμή του πολύτιμου μετάλλου.

Ωστόσο, με δεδομένο ότι αυτές οι πωλήσεις που θα πραγματοποιηθούν βαθμιαία τα

επόμενα χρόνια είναι ελάχιστες μπροστά στους 3.200 τόνους που παράγουν τα

χρυσωρυχεία κάθε χρόνο, οι αποφάσεις των κυβερνήσεων να απαλλαγούν από τον

χρυσό τους δεν θα είναι υπεύθυνες για την πτώση της τιμής του. Η κερδοφόρα

διαχείριση των αποθεμάτων χρυσού δεν συνδέεται άμεσα με τους φορολογούμενους

της χώρας. Κανείς δεν υπέφερε, για παράδειγμα, από τα πέντε δισεκατομμύρια

δολάρια που έχασε η Βρετανία το 1992, στην αποτυχημένη προσπάθειά της να

υπερασπιστεί τη στερλίνα που δεχόταν επιθέσεις από τους κερδοσκόπους.

Γιατί, τελικά, προκλήθηκε μεγαλύτερος θόρυβος από τη δημοπρασία για την πώληση

χρυσού της τελευταίας εβδομάδας; Η εξήγηση μπορεί να είναι και το γεγονός ότι

ο χρυσός προκαλούσε πάντα δυνατές συγκινήσεις. Μπορεί οικονομολόγοι όπως ο

Κέινς να χαρακτήρισαν τον χρυσό βάρβαρο και άχρηστο, ωστόσο μια ιστορία 10.000

χρόνων δεν μπορεί να διαγραφεί με μερικά αφοριστικά επίθετα.

Ένα ερώτημα

Υπάρχουν πολλά ζητήματα οικονομικής σημασίας που εγείρονται από την άποψη που

λέει ότι ο χρυσός δεν παίζει πλέον κανένα ρόλο στις νομισματικές εξελίξεις σε

όλο τον κόσμο. Και το ερώτημα είναι το εξής: ποια είναι η σημερινή σημασία της

παλιότερης πεποίθησης ότι η σταθερότητα των τιμών έχει ως σύμβολό της το

στάνταρ χρυσού ­ δηλαδή τη σύνδεση της νομισματικής κυκλοφορίας μιας χώρας με

την ποσότητα και την αξία του χρυσού που διέθετε στα θησαυροφυλάκιά της;

Αν οι κυβερνήσεις ήθελαν πραγματικά να πετύχουν την απόλυτη σταθερότητα των

τιμών ­ δεν είναι το ίδιο με τον χαμηλό και σταθερό πληθωρισμό ­ τότε η πώληση

των αποθεμάτων χρυσού θα ήταν τουλάχιστον ηλίθια. Μεταξύ της σταθερότητας των

τιμών και του χαμηλού πληθωρισμού υπάρχει μία τεράστια διαφορά. Αν οι τιμές

αυξάνονται με τον σημερινό ρυθμό πληθωρισμού ­ 2,5% ­ για τα επόμενα 80

χρόνια, ένα καρβέλι ψωμί που τιμάται σήμερα μία στερλίνα, το 2079 θα κοστίζει

7,2 στερλίνες.

Ακόμη και η απόλυτη επιτυχία της βρετανικής κυβέρνησης να διατηρήσει τον

πληθωρισμό στο ίδιο επίπεδο για τα επόμενα ογδόντα χρόνια, θα διέφερε πάρα

πολύ από τη μακροπρόθεσμη απόλυτη διατήρηση τής αγοραστικής δύναμης των

Βρετανών που σημειώθηκε για εκατοντάδες χρόνια μέχρι το 1940, και ειδικότερα

από το 1821 μέχρι το 1931, όταν ίσχυε ο κανόνας χρυσού.

Είναι ειρωνικό το γεγονός πως η άποψη ότι ο χρυσός διατηρεί πάντα την

αγοραστική του αξία γίνεται περισσότερο πιστευτή τώρα, που η τιμή του

πολύτιμου μετάλλου έχει δεχτεί σοβαρό πλήγμα. Και αυτό, γιατί η τιμή του

χρυσού είχε απογειωθεί δύο φορές κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 λόγω

των πετρελαϊκών κρίσεων. Η πρόσφατη πτώση έφερε την τιμή του κοντά στον μέσο

όρο της ιστορίας του.

Περίπου πανομοιότυπα συμπεράσματα σχετικά με τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα της

μέσης τιμής του χρυσού βγαίνουν από τις μελέτες σε πολλά νομίσματα και

διαφορετικές χώρες, όπως άλλωστε αναφέρεται και στην πρόσφατη έρευνα με τίτλο

«Ο χρυσός ως μέσο αποθήκευσης αξίας» του Παγκοσμίου Συμβουλίου Χρυσού που

εδρεύει στο Λονδίνο.

Δεν υπάρχει απάντηση

Ωστόσο, η ιστορία δεν μας δίνει καμία απάντηση στην ερώτηση «γιατί οι τιμές θα

συνεχίσουν να αυξάνονται αν όντως το χρήμα είναι μια οικονομική αρχή, η αξία

του οποίου εξαρτάται από τις πολιτικές αποφάσεις των κυβερνήσεων και τους

στόχους που θέτουν οι κεντρικές τράπεζες». Σε αυτό το σημείο πρέπει να

στραφούμε στην επιστήμη της οικονομίας. Η απόλυτη σταθερότητα των τιμών ­ σε

αντίθεση με τον χαμηλό πληθωρισμό ­ δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψει επειδή

είναι οικονομικά απευκταία. Κατά τη διάρκεια των εξήντα χρόνων που πέρασαν από

την εγκατάλειψη του κανόνα χρυσού, οι οικονομίες αναπτύχθηκαν με ταχύτερους

ρυθμούς ­ και υπέφεραν πολύ λιγότερες αλλά και χαμηλότερης έντασης κρίσεις από

οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ιστορίας. Αυτό έχει αποδοθεί εν μέρει στην

ανάπτυξη της τεχνολογίας, αλλά η ενεργητική διαχείριση της νομισματικής

ζήτησης έπαιξε έναν πολύ σοβαρό ρόλο.

Μία από τις βασικές αρχές της μακροοικονομικής πολιτικής από τότε που

εγκαταλείφθηκε ο κανόνας χρυσού, ήταν ότι η χαμηλή ανεργία και η οικονομική

ανάπτυξη έχουν προτεραιότητα έναντι της απόλυτης σταθερότητας τω τιμών. Μία

εξίσου σημαντική μικροοικονομική αρχή είναι και ότι ένας χαμηλός και

ελεγχόμενος πληθωρισμός είναι χρήσιμος σαν λιπαντικό της οικονομίας.

Με τον χρυσό να αποσύρεται πλέον εντελώς από την οικονομική πολιτική και την

αξία του χρήματος να βασίζεται πλέον ­ για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία ­

σε πολιτικές αρχές, δεν υπάρχει τίποτε που να ωθεί τους πολιτικούς να

επιστρέψουν στην εποχή του κανόνα χρυσού.

Ποτέ ξανά

Θα υπάρξουν εποχές που οι αποφάσεις τους θα στέφονται με απόλυτη επιτυχία ­

όπως στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 και ξανά στις ΗΠΑ των τελευταίων δέκα

χρόνων. Θα υπάρξουν και πάλι εποχές όπου θα κακοδιαχειριστούν αυτήν την

ελευθερία, όπως στη δεκαετία το ’70 και στις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι ο χρυσός δεν θα παίξει ποτέ ξανά έναν

σημαντικό ρόλο στο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα. Κατά συνέπεια, η απόλυτη

σταθερότητα των τιμών είναι πλέον ιστορία, όπως και η θεία εξουσία των βασιλιάδων…

* Ο Anatole Keletsky είναι οικονομικός αναλυτής της βρετανικής εφημερίδας

ΤΗΕ TIMES