Θες ο διπλός εσπρέσο που είχα πιει μόλις μπήκα στο πλοίο; Θες ότι άμα ξάπλωνες με το πουκάμισο στο κατάστρωμα, η υγρασία θα σε περόνιαζε – εάν πάλι προτιμούσες το σαλόνι, ο κλιματισμός που δούλευε στο φουλ θα σε κατέψυχε; Αποφάσισα να περάσω τη νύχτα στο πόδι. Στο μπαρ.

«Θα το ‘χα κλείσει ώρα τώρα» μού είπε ενώ μού έβαζε το πρώτο τζιν. «Εχε χάρη που στις τέσσερις έχω ραντεβού να μιλήσω με τα πιτσιρίκια μου στο Σίντνεϊ. Μέσω σκάιπ. Εκεί θα κοντεύει μεσημέρι… Γιατί δεν την έπεσα – θα μου πεις – στην καμπίνα μου; Ο αρχικαμαρότος που τη μοιραζόμαστε έχει φέρει απόψε την γκόμενά του. Σαν κρουαζιέρα τής το σέρβιρε, Λαύριο – Καβάλα. Τον έχει ερωτευτεί η μικρή – είναι πράγματι πολύ μπάνικος – άρα παραμυθιάζεται με ό,τι κάνουν. Ασε τους να χαρούν τα νιάτα τους… Ακούω τα δικά σου!», μού άδειασε ξηρούς καρπούς σε ένα μικρό μπολ.

Ηταν ένας κρεμανταλάς γύρω στα σαράντα πέντε, κοψιά παλιάς εποχής, με βαθιές ρυτίδες, μήλο του Αδάμ που ανεβοκατέβαινε και λαδωμένο τσουλούφι. «Εργάζεσαι χρόνια στην ακτοπλοΐα;» τού ξανάριξα το μπαλάκι. «Εγώ; Μάγειρας είμαι. Στεριανός. Εχω δουλέψει όπου μπορείς να φανταστείς, από εστιατόρια πολυτελείας μέχρι γηροκομείο. Για ένα φεγγάρι είχα μερίδιο σε χασαποταβέρνα στη Χασιά, από τις πιο πολυσύχναστες. Κονομούσα γερά. Ας όψεται το άσθμα που με βρήκε στα καλά καθούμενα και με πέταξε έξω από τις κουζίνες. Πνιγόμουν, δεν μπορούσα να πλέον να ανασάνω μέσα στους ατμούς. Το γύρισα στα ποτάδικα. Μα πού να βρεις δουλειά της προκοπής στην ηλικία μου και δίχως γνωριμίες στον χώρο; Από το να ξεπέσω σε κανένα κωλάδικο, προτίμησα το καράβι… Πάνω-κάτω το Αιγαίο, ρεπό μία μέρα τη βδομάδα…». «Ο μισθός είναι τουλάχιστον της προκοπής;». «Αξιοπρεπής μπροστά σε άλλους. Ξέρεις τι μας έχει λιανίσει εμάς; Τα POS. Τα μηχανάκια. Πληρώνουν οι μισοί εδώ μέσα με κάρτα, δεν παίρνουν ρέστα και ξεχνούν να αφήσουν πουρμπουάρ. Δεν βαριέσαι…».

«Την οικογένεια την έστειλες στην Αυστραλία;». «Από πέρυσι. Εχει η γυναίκα μου εκεί μια γριά θεια, γεροντοκόρη. Μένουν σε βίλα κανονική, σε προάστιο. Οχι σε τριάρι στα Πατήσια!». «Εσύ πότε θα πας να τους βρεις;». «Δεν είναι τόσο απλό να σε δεχθούν εκεί. Ανοίγουν κάθε χρόνο μετρημένες θέσεις για μετανάστες. Ζητούν συγκεκριμένα επαγγέλματα. Εγώ τι να δηλώσω, για πες μου; Πρώην μάγειρας; Μπάρμαν; Κουβεντιαστής ξενύχτηδων σαν εσένα;». Χαμογέλασε, όχι τόσο πικρά όσο θα περίμενα. Είτε είχε γλυκαθεί με την εργένικη, βαπορίσια ζωή είτε είχε ανακαλύψει κάποιαν άκρη ώστε να σμίξει σύντομα με τους δικούς του.

«Για δες ποιος θα μας τιμήσει!» μού έκανε και μου ‘δειξε μια αντρική φιγούρα που ζύγωνε με αγουροξυπνημένο βάδισμα από την άλλη άκρη του μισοσκότεινου σαλονιού. Ανέφερε το όνομα ενός τραγουδιστή, ο οποίος – το έτος που γεννήθηκα – βρισκόταν ήδη στο ζενίθ της καριέρας του. «Αυτός βαστιέται ίδιος και απαράλλακτος!» ψιθύρισα με κατάπληξη. «Πρέπει να ‘χει περάσει τα εβδομήντα!». «Η επιστήμη κάνει θαύματα, φίλε μου. Αρκεί να μην το βάζεις κάτω…».

Ο αειθαλής σταρ σκαρφάλωσε στο διπλανό σκαμπό και παρήγγειλε παγάκια με τρεις σταξιές ουίσκι. Μας πληροφόρησε ότι περιοδεύει όλο το καλοκαίρι, κάθε καλοκαίρι, στην Ελλάδα. Δίνει συναυλίες, εμφανίζεται σε πάρτι γάμων… «Οπου με καλούν. Δεν το κάνω για βιοπορισμό» τόνισε. «Απλώς δεν αντέχω μακριά από την πίστα. Μού είχαν βγάλει αεροπορικό εισιτήριο, έχασα όμως την πτήση, οδηγούσα πατητός από Μεγαλόπολη. Και το πρωί πρέπει να ‘μαι Καβάλα, παίζω μεσημεράκι σε κάτι βαφτίσια. Ετσι πήρα καράβι». Πήγα να του πω ότι η νταντά μου τον είχε αφίσα πάνω απ’ το κρεβάτι της. Δαγκώθηκα. Η νταντά μου είναι σήμερα γιαγιά. «Για τους καινούργιους συναδέλφους σας τι γνώμη έχετε;» τον ρώτησα. «Ποιοι είναι οι καινούργιοι και ποιοι οι παλιοί; Ειλικρινά δεν θυμάμαι. Εγώ κινούμαι έξω από τον χρόνο…».

Στο δεύτερο τζιν, κοιτάζοντας τους δύο συνομιλητές μου – και τον εαυτό μου στον καθρέφτη του μπαρ, πλαισιωμένο από καρτ ποστάλ και αυτόγραφα διασημοτήτων που κάποτε είχαν ανέβει στο συγκεκριμένο πλοίο – ευδαιμονία με πλημμύρισε. Ο,τι έχω από έφηβος αντιληφθεί επιβεβαιωνόταν ξανά, θριαμβευτικά: οι άνθρωποι είναι κιβωτοί εμπειριών, διαδρομών, ιστοριών. Τυχαία – πάντοτε τυχαία – διασταυρώνονται και τις μοιράζονται. Και η καρδιά του ενός ζεσταίνει την καρδιά του άλλου.

Το «Εξπρές Πήγασος» σφύριξε βραχνά και μπήκε στο λιμάνι του Αϊ-Στράτη. Ξημέρωνε.