– Μαμά, πάω Μάραθο.

–Γυρνώντας ένα πολύσπορο πάρε.

–Ψωμί;

–Κι ένα τάιντ.

–Ρε μάνα, φεύγω λέμε, φεύγω, πάω Μαράθι διακοπές.

–Τι είν’ το μάραθο;

–Νησί.

–Γιατί πουλάκι μου;

–Δεν ξέρω πώς να το απαντήσω αυτό.

–Τι σόι νησί είναι αυτό, τι καριέρα έχει κάνει, κανείς δεν το ξέρει.

–Το πιο αραιοκατοικημένο νησί των Δωδεκανήσων.

–Εμ έτσι πες μου, αραιοκατοικημένο.

–Ετσι σου λέω.

–Δεν πατάει κάνεις και πιάσαν το παιδί μου κορόιδο.

–Τι λέει;

–Αλλά βέβαια, πάντα ήσουν έτσι από μικρό, εύπιστο, καλόβολο ίδια ο πατέρας σου.

–Τι λέει, Παναγία μου;

–Ολα τα γαριδάκια σου, όλα τα ‘τρωγε.

–Ο πατέρας μου;

–Η Ρούλα της Ματίνας στο διάλειμμα.

– Η Μάραθος είναι πολύ μικρή…

–Κι εσύ μικρή ήσουνα, γόμα για γόμα δε σ’ αφήνανε, όλα σ’ τα κλέβανε.

–… και έχει δώδεκα κατοίκους.

–Ποιο;

–Το Μάραθος. Εεε, η Μάραθος.

–Δώδεκα;

–Δώδεκα.

–Ε τότε να πας να γίνετε δεκατρείς να τηνε καπαρώσουμε τη γρουσουζιά. Βρε κορίτσι μου, γιατί δεν πας σε κανένα νησί έτσι πιο συσταζούμενο;

–Συσταζούμενο όταν λέμε;

–Μια Ρόδο, ξέρω ‘γώ. Μια Κρήτη, μια Κέρκυρα. Εκεί που παν οι νέοι της καλής κοινωνίας.

–Μισό να το τσεκάρω με τον Χρήστο Ζαμπούνη;

–Κι αυτό το μάραθο έχει τίποτα πολιτισμό, έχει νερό ξέρω ‘γώ, ρεύμα;

–Ρεύμα ντιπ. Κάθε βράδυ τα παλικάρια του χωριού φέρνουν τις δάδες με τις φλόγες. Υστερις, εμείς οι μαυρομάτες και οι σμιχτοφρύδες πηδάμε του Αϊ-Γιαννιού του Λαμπαδάρη τις φωτιές. Χέρι χέρι με τη Μανταλένα, απ’ την Αντίπαρο, φωνάζουμε «κορίτσια ο Μπάρκουλης».

–Ιδια ο μπαμπάς σου, ίδδδια.

–Τις δε νύχτες έρχεται ο Θανάσης Βέγγος και μας αφήνει τριαντάφυλλα στο κατώφλι.

–Ο Βέγγος πέθανε.

–Και η κοινή λογική επίσης. Μαζί τα λένε τώρα, στη γειτονιά των αγγέλων.

– Τι θα πάρεις μαζί να σιδερώσω;

–«Σιδερώσω» όταν λες;

–Ε δεν θα πας εκεί και σε καμιά ζωοπανήγυρη;

–Πάτα μου λίγο το εμπριμέ για όταν σφάζω το μουσκάρι.

–Ηλιοβασίλεμα καλό έχει;

–Οχι, το δάνεισαν στη Σαντορίνη να πάει μια βόλτα το τετράγωνο.

–Πάντως, έτσι άνθρωπος δεν παντρεύεται.

–Στη Φίνος Φιλμ μια χαρά παντρεύεται. Εγώ θα πλένομαι γυμνή στη σκάφη, θα με ποθήσει ο γιος του τσέλιγκα, ο μπαμπάς του θα με πληρώσει να τον παρατήσω κι εγώ θα του πετάξω τα λεφτά στη μούρη, αμέ; Και στο φινάλε θα στεφανωθούμε με τον Φώσκολο κουμπάρο. Φεύγω τώρα, μου κορνάρουν.

–Ποιος είναι πάλι αυτός που κορνάρει;

–Ποιος άλλος, μαμά; Ο Ανδρέας Μπάρκουλης με το ακριβό του διθέσιο.