Η ιστορία είναι γνωστή και με συντομία διατυπωμένη μπορεί να καταλάβει ο καθένας περί τίνος πρόκειται. Αφορά το κείμενο του Γιώργου Θεοτοκά που επελέγη από την αρμόδια επιτροπή για τις εξετάσεις των Νέων Ελληνικών της προπερασμένης Δευτέρας στο πλαίσιο των Πανελλαδικών του 2017. Πιο συγκεκριμένα σε μια φράση του όπου ο αλησμόνητος δημιουργός του «Ελεύθερου Πνεύματος» και της «Αργώς» έλεγε ότι «ένας άξιος μαραγκός που κατέχει καλά τη δουλειά του και πιστεύει σε αυτή είναι πολύ πιο ολοκληρωμένος και αξιοσέβαστος άνθρωπος από έναν κούφο πρύτανη ή έναν κακό πρωθυπουργό». Για να κληθούν όμως οι υποψήφιοι φοιτητές να γράψουν για ένα θέμα όπου οι λέξεις «κούφος πρύτανης» και «κακός πρωθυπουργός» είχαν αντικατασταθεί με τις λέξεις «κακός επιστήμονας».

Οταν στη μετεμφυλιακή Ελλάδα του 1956 δημοσιευόταν ανεμπόδιστα το κείμενο του Γιώργου Θεοτοκά, θα υπέθετε κανείς πως 61 χρόνια αργότερα θα είχε κατακτηθεί τόση ελευθερία ώστε οποιοδήποτε κείμενο του ίδιου ή συναδέλφου του της γενιάς του ’30 θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με σεβασμό, ακόμη και σ’ ένα του κόμμα, ως θέμα έκθεσης. Κάτι περισσότερο: οποιαδήποτε μελλοντική του αλλοίωση θα φάνταζε ως αληθινό έγκλημα γιατί οι μεταγενέστεροι άνθρωποι –δηλαδή οι σημερινοί που ανάμεσά τους συγκαταλέγονται και τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων –θα γνώριζαν τους αγώνες για ελεύθερη έκφραση του Θεοτοκά που με άρθρα του στο «Βήμα» μία δεκαετία αργότερα (άνοιξη του ’65) επεσήμαινε τους φόβους για την επερχόμενη δικτατορία.

Αδυνατεί επομένως να μη συνδυάσει κανείς την απάλειψη των λέξεων «κακός πρωθυπουργός» ή μάλλον την αλλοίωση του κειμένου του Θεοτοκά, όπως την πρωτοανακάλυψε η εφημερίδα αυτή, με τη γνωστή πια σε όλους προσπάθεια της σημερινής κυβέρνησης να σιγήσει για πάντα ο παρών Δημοσιογραφικός Οργανισμός, αφού η προίκα που κουβαλάει αυτός εκατό σχεδόν χρόνων, και είναι τα κείμενα απειράριθμων πνευματικών δημιουργών που έχουν δημοσιευτεί στα έντυπά του, της είναι (η προίκα της κυβέρνησης) τόσο ενοχλητική όσο δεν στάθηκε σε δεξιές κυβερνήσεις της μετεμφυλιακής Ελλάδας.

Βεβαίως, για να λέμε του στραβού το δίκιο, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδείνωσε –σε δραματικό όμως βαθμό –μια κατάσταση που προϋπήρχε και που δεν προέκυψε ουρανοκατέβατη τα δύο τελευταία χρόνια. Να αισθάνονται δηλαδή οι πολιτικοί και τα εξουσιοδοτημένα ή «αυτοβούλως» κινούμενα όργανά τους ότι σχεδόν επιδαψιλεύουν χάρη στους δημιουργούς –συγγραφείς, μουσικούς, εικαστικούς, σκηνοθέτες –σε περίπτωση που συμβεί ν’ ασχοληθούν μαζί τους, να τους μνημονεύσουν, να ζητήσουν τη βοήθειά τους ή να τους τιμήσουν. Μη μας ξεγελάει μια εντελώς υποκριτική σεμνότητά τους, ότι δήθεν το πνεύμα προηγείται και ακολουθεί η πολιτική, όταν συμβαίνει να διανθίζουν τους λόγους τους με κείμενα ή στίχους εγχώριων ή αλλοδαπών δημιουργών. Καθώς στο βάθος πιστεύουν απολύτως ότι οι δημιουργοί και οι καλλιτέχνες τούς είναι υποχρεωμένοι και είτε πρόκειται για τη Ρίτα Σακελλαρίου που διασκέδαζε τον Ανδρέα Παπανδρέου είτε για τον Λαζόπουλο που ψυχαγωγούσε όποιον ψυχαγωγούσε είτε –με όλη την αβυθομέτρητη ποιοτική διαφορά –για τον Κώστα Καραμανλή που τιμούσε με την παρουσία του την Κική Δημουλά, ενώ αναγορευόταν ακαδημαϊκός, είναι οι μόνοι που μπορούν να εγγυηθούν την ελευθερία που χρειάζονται οι δημιουργοί προκειμένου να επιτελέσουν το έργο τους.