Οι τόνοι του μελανιού που θα χυθούν τις επόμενες ημέρες για την αποτυχία της πολιτικής τής ενσωμάτωσης, για τη φενάκη του μοντέλου της πολυπολιτισμικότητας ή για τα επίχειρα της αποικιοκρατίας αξίζουν λιγότερο ακόμη και από μια σταγόνα του αίματος που χύθηκε χθες στις Βρυξέλλες ή στο Παρίσι πριν από τέσσερις μήνες. Γιατί οι δυτικές κοινωνίες δεν πληρώνουν τα γκέτο που δεν απέτρεψαν, τις μαντίλες που επέτρεψαν ή το ληστρικό τους παρελθόν. Δεκαπέντε χρόνια από το «καλά να πάθουν» των Δίδυμων Πύργων, η εικόνα είναι πλέον καθαρή: από τη μια πλευρά είναι ένας τρόπος ζωής, από την άλλη ο τυφλός φανατισμός. Κι αυτό που τους χωρίζει στη μέση είναι ένα τεράστιο χάσμα.

Θα ήταν η Ευρώπη πιο ασφαλής εάν διατηρούνταν τα δικτατορικά καθεστώτα στη Λιβύη, στο Ιράκ και τώρα στη Συρία; Μπορεί και να ήταν. Ετσι, όμως, είναι σαν να παραδέχεται κανείς ότι η ζωή σε συνθήκες ασφάλειας του μισού κόσμου εξαρτάται από τη ζωή σε συνθήκες καταπίεσης του άλλου μισού. Οτι δεν μπορεί να υπάρξει ένας μακάριος παράδεισος στον έναν χωρίς μια ζοφερή κόλαση στον άλλον. Εάν η «εξαγωγή της δημοκρατίας» του Μπους ήταν πολεμοχαρής, τυχοδιωκτική και αφελής, η «συντήρηση της δικτατορίας» είναι κυνική, ελιτίστικη και απάνθρωπη.

Αν αξίζει να χυθεί μελάνι τώρα, είναι για την απάντηση στον ασύμμετρο πόλεμο των φανατικών. Κι αυτό επειδή δεν είναι καθόλου εύκολη. Οι ευρωπαϊκές πόλεις, αυτά τα λίκνα της ανοιχτής κοινωνίας, δεν μπορούν να συνεχίσουν να τρώνε βόμβες στο κεφάλι. Ούτε μπορούν να κλειστούν φοβικά στον εαυτό τους για πολύ καιρό. Τι μένει; Μια εκστρατεία αμφίβολης αποτελεσματικότητας που υποτίθεται ότι θα χτυπήσει στη ρίζα του στο Ισλαμικό Κράτος. Να τι πληρώνει η Δύση: τη φυσιολογική της αδυναμία να λύσει έναν πολύ δύσκολο γρίφο.