Μαγιό! Στη φωτογραφία του εκλογικού μου βιβλιαρίου –που διατηρώ ως κειμήλιο –φοράω μαγιό. Βέβαια, στο πορτρέτο φαίνονται μόνο οι τιράντες, αλλά τα βρεγμένα, καλοκαιρινά μαλλιά μου υποδηλώνουν τις συνθήκες. Ηταν τέτοια η καούρα μου να ψηφίσω, ώστε έσπευσα να υποβάλω τα χαρτιά μου την πρώτη μέρα που μου επέτρεπε το όριο ηλικίας. Και για να προλάβω, πήγα μέσα στο κατακαλόκαιρο να φωτογραφιστώ κατευθείαν μετά τη θάλασσα. Αν και παιδί στη χούντα, είχα εισπράξει τη μελαγχολία του αποκλεισμού από τις κάλπες. Το μυαλό μου δεν μπορούσε να αφομοιώσει το γιατί δεν ψηφίζουμε. Και όταν άρχισα να το υποπτεύομαι, νομίζω ότι έκλεισα πίσω μου την πόρτα της παιδικής αθωότητας. Ετσι, μετά τη Μεταπολίτευση μέτραγα τα χρόνια, τους μήνες, τις μέρες που με χώριζαν όχι απλώς από την άσκηση του εκλογικού μου δικαιώματος, αλλά από τη συμμετοχή μου στην Ιστορία. Ως κάτι τέτοιο εξελάμβανα τότε την ψήφο. Και δεν είχα άδικο.

Από τότε μέχρι σήμερα η σχέση μου με την κάλπη –που στη διάρκειά της δεν έχω χάσει κανένα ραντεβού –πέρασε από 40 κύματα. Οπως και η σχέση της γενιάς μου με την πολιτική. Τι μυσταγωγία στην αρχή! Ακόμη και εκείνη η απαγόρευση κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών την παραμονή των εκλογών ήταν μέρος της ιεροτελεστίας. Αλλά και τι φανατισμός! Τσακωνόμουν με φίλους, έκανα τσαμπουκάδες στα εκλογικά κέντρα, μέχρι που έχω κατεβεί έξαλλη από ταξί στο μέσον του πουθενά επειδή διαφώνησα για τα πολιτικά με τον οδηγό. Στις πρώτες μου εκλογές, μάλιστα, η δική μου ψήφος και της αδελφής μου προκάλεσαν σκάνδαλο στο μικρό χωριό της Πάρου όπου ψηφίζαμε. Ποσοστό 100% έδιναν οι πενήντα κάτοικοί του σε ένα κόμμα και έτσι ήταν φως φανάρι ότι οι «Αθηναίες» είχαν ρίξει τις «αιρετικές» ψήφους. Από την επομένη ο πατέρας μας έπραξε τα δέοντα για να μεταφέρει τα εκλογικά μας δικαιώματα στην Αθήνα.

Εχω εκβιάσει ψήφο. Της γιαγιάς μου. Που για να την πείσω να ψηφίσει το κόμμα που ήθελα, της είπα ότι τάχα μου, αν κερδίζαμε τις εκλογές, θα με έκαναν υπουργό Αιγαίου. Ημουν – δεν ήμουν 25 τότε. Πρωί πρωί με πήρε τη Δευτέρα για να επιβεβαιώσει την «υπουργοποίησή» μου. «Ξέρεις, γιαγιά, όλα καλά με το κόμμα, αλλά τελικά δεν με έκαναν υπουργό» προσπάθησα να συμμαζέψω τα ασυμμάζευτα. Η νησιωτική σοφία της με αποστόμωσε: «Α τις μπάσταρδοι. Μωρέ καλά έκανα και δεν τις ψήφισα». Κόκαλο η εγγονή!

Μετά ήρθαν τα πάμπερς, το «βρώμικο» ’89, τα ντολμαδάκια. Η καψούρα με την κάλπη πέρασε κρίση, όπως όλοι οι μεγάλοι έρωτες. Δεν χωρίσαμε όμως ποτέ. Θυμάμαι, αξημέρωτα είχα πάει μια φορά, με το ταξί να με περιμένει, και παρακαλούσα τον Νικήτα Τσακίρογλου (που έτυχε να είναι εκλογικός αντιπρόσωπος σε εκείνο το τμήμα στου Παπάγου) να μεσολαβήσει να με αφήσουν να ψηφίσω λίγο πριν από την επίσημη έναρξη γιατί μετά βίας προλάβαινα το αεροπλάνο για το εξωτερικό. Μου την έκανε τη χάρη. Τη μοναδική δε φορά που με είχαν ορίσει εκλογικό αντιπρόσωπο, παρουσιάστηκα με φίλο γκέι που φορούσε σορτς με Κοκκινοσκουφίτσες για να σκιαχτούν, να πιστέψουν τη δικαιολογία μου και να με αφήσουν να πάω να κοιμηθώ –από μπαρ γυρίζαμε εξάλλου. Εκείνη την εποχή πάντως, και για κάποια χρόνια μετά, το σύνθημά μας ήταν «Σαλάμι και τυρί». Με την εξής λογική: βάζοντας μέσα στον φάκελο μία φέτα σαλάμι, το λίπος που βγάζει σιγά σιγά λαδώνει και τα γύρω ψηφοδέλτια καθιστώντας τα άκυρα. Ναι, έχω πάει να ψηφίσω με σαλάμι στην τσάντα. Οχι, δεν θα πω τώρα αν τελικά το έριξα.

Επειτα από αυτά τα σκαμπανεβάσματα, μεθαύριο θα πάω να ψηφίσω με απόλυτη συνείδηση. Και εκνευρίζομαι με αυτούς που επιλέγουν την αποχή. Γιατί έχω πλέον συνειδητοποιήσει ότι η ψήφος δεν είναι δικαίωμα. Είναι υποχρέωση απέναντι στη δημοκρατία. Τι σημαίνει, δεν ξέρω τι να ψηφίσω ή δεν γουστάρω κανένα; Να σπάσεις το κεφάλι σου, να αναμετρηθείς με τον εαυτό σου και να ψηφίσεις κάτι. Εστω και λευκό ή άκυρο (χωρίς σαλάμι). Κι ας το μετανιώσεις. Ουαί κι αλίμονο αν κάποτε θα θέλουμε να ψηφίσουμε και δεν θα μπορούμε. Γιατί, όπως έχει πει ο Μπρεχτ, αυτοί που είναι εναντίον της πολιτικής, είναι υπέρ της πολιτικής που τους επιβάλλεται.