Ενα από τα πιο πετυχημένα πολιτικά συνθήματα των τελευταίων ετών ήταν το «πρώτη φορά Αριστερά». Χτυπώντας διάνα στο θυμικό, έσπαγε το τσόφλι της λογικής για να ξεπροβάλει ο αφηρημένος επαναστάτης που κρύβουμε μέσα μας. Το «πρώτη φορά» δεν υπονοούσε μόνο τη διακυβέρνηση αλλά και τη συμμετοχή. Στόχευε την ψήφο των εγκλωβισμένων, όχι απαραίτητα αριστερών, στην αντιμνημονιακή θερμοκοιτίδα, οι οποίοι δικαίως σκέφτονταν «αν όχι τώρα, πότε;».

Εκ του αποτελέσματος, η εγχείρηση πέτυχε αλλά ο «ασθενής» δεν αισθάνεται καθόλου καλά τελευταία. Και μόνο που δόθηκε η ευκαιρία στον Καμμένο να βάλει την Αριστερά στον γύψο είναι βαρύ πλήγμα για τον ιδεολογικό χώρο που τα μεταπολιτευτικά χρόνια έχει αντιπροσωπευθεί από πολιτικούς όπως ο Ηλιού και ο Κύρκος. Το κυρίως σώμα, ο Τσίπρας δηλαδή, στο στάδιο της πολιτικής ενηλικίωσης και της απεξάρτησης από μια ιδεολογία που είχε αρχίσει να αναπτύσσει χαρακτηριστικά ιδεοληψίας, τη χρησιμοποιεί, συνειδητά ή ασυνείδητα, ως άλλοθι για να ασκήσει μια πολιτική μέσα από την οποία μακάρι να αναπτυχθεί ένα νέο αριστερό αφήγημα. Τα υπόλοιπα αυτονομημένα μέλη βαράνε ανεξέλεγκτα μπουνιές, κλωτσιές, κουτουλιές αφού ο αποστερημένος από επιχειρήματα λόγος κινείται από το γραφικό επιθεωρησιογράφημα μέχρι τον υστερικό κωλοπαιδισμό. Από τον Λαφαζάνη δηλαδή, που λέει ότι όπως φύγαμε από το γρόσι επί Τουρκοκρατίας θα φύγουμε και από το ευρώ, μέχρι την Κωνσταντοπούλου που, σαν τον Μπόμπο στα παλιά ανέκδοτα, ανάγει σε ιδεολόγημα την αυθάδεια και την αυθαιρεσία των προσωπικών της εμμονών. Αυτός ο Μπόμπος όμως είναι τοξικός για τον κοινοβουλευτισμό. Και πληγή για την Αριστερά.