Ανθρωποι που τρέχουν. Σε δρόμους, πλατείες, χωράφια, σταθμούς, λιμάνια. Στην Ουγγαρία, στο Καλαί, στη Μυτιλήνη. Τρέχουν να προλάβουν τη ζωή. Ή να ξεφύγουν από τον θάνατο. Δεν είναι το ίδιο. Μου το είχε επισημάνει πριν από χρόνια ο Κώστας Γαβράς. Αυτοί που τρέχουν με καύσιμο την ελπίδα έχουν το κεφάλι ψηλά σαν να προσπαθούν να διακρίνουν το προανάκρουσμά της. Οσοι τρέχουν από απελπισία σκύβουν το κεφάλι, λες και μετράνε τα βήματα που τους απομακρύνουν από το κακό. Μόνο που, τώρα, τα πλάνα είναι μακρινά. Και οι άνθρωποι λεφούσια. Δεν διακρίνω κεφάλια.

Αυτές οι σκηνές έχουν εικονογραφήσει την προσωπική μου μυθολογία, σε σχέση με το προσφυγικό, περισσότερο από τη φωτογραφία του Αϊλάν. Ισως γιατί δεν ενεργοποιούν το θυμικό για να προκαλέσουν ένα στιγμιαίο συναίσθημα αλλά κάνουν επιτακτική την αίσθηση του επείγοντος. Οπως, περίπου, το είπε χθες ο Γιούνκερ σε μια αποστροφή του λόγου του. Δεν περισσεύει χρόνος για ποίηση. Xρειάζονται άμεσες λύσεις. Πρώτα σώζονται οι άνθρωποι από το δράμα τους και μετά το δράμα τους γίνεται αντικείμενο δραματουργίας λέω εγώ. Ή πολιτικής αντιπαράθεσης. Δεν θα ήθελα λοιπόν να ξανακούσω για πολιτικές συγκρούσεις σε σχέση με το Προσφυγικό και το Μεταναστευτικό. Ούτε μεγάλα λόγια για το αυτονόητο. Ως προς αυτό έχω μια μικρή και ανώδυνη διαφωνία με τον πρόεδρο της Κομισιόν. Ο φούρναρης από την Κω έκανε το αυτονόητο. Δεν είναι αυτό το αυτονόητο; Είναι! Γιατί για κάθε εικονολήπτρια από την Ουγγαρία που βάζει τρικλοποδιές, πεντακόσιοι φοιτητές θα καλωσορίζουν με μπαλόνια τους πρόσφυγες στους σταθμούς γερμανικών πόλεων.