Η τρέχουσα οικονομική και κοινωνική συγκυρία τροφοδοτεί τιμωρητικές επιθυμίες. Αυτές εκφράζονται με το αίτημα «να πάνε επιτέλους κάποιοι στη φυλακή», κατά προτίμηση (πρώην) ισχυροί παράγοντες του δημόσιου βίου που εμπλέκονται σε υποθέσεις κατάχρησης δημόσιου χρήματος.

Παράλληλα, ζητείται με επιμονή ο άμεσος εξοστρακισμός επίορκων υπαλλήλων που αντιμετωπίζουν πειθαρχικές ή ποινικές διώξεις για αδικήματα σχετικά με τα καθήκοντά τους.

Το οξυμμένο «εκδικητικό» κλίμα ενισχύεται από ΜΜΕ τα οποία ελκύονται από την υψηλή ψυχαγωγική αξία της τιμωρίας των «μεγάλων».

Στο περιβάλλον αυτό ο ρόλος των οργάνων της δικαιοδοτικής λειτουργίας είναι δύσκολος. Οι δικαστικές διαδικασίες συνοδεύονται από υπερβολικές προσδοκίες «γρήγορης» και «παραδειγματικής» τιμωρίας. Οι κανόνες του δικαίου, όμως, αξιώνουν νηφαλιότητα και αμεροληψία για την ορθή εφαρμογή τους· και το δικαιικό σύστημα χρειάζεται χρόνο για να επεξεργαστεί έλλογα και δίκαια τις υποθέσεις που εισάγονται σ’ αυτό.

Οι δικαστικοί λειτουργοί καλούνται, λοιπόν, να επιτελέσουν σύνθετο έργο υψηλών απαιτήσεων υπακούοντας μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και αρνούμενοι να ενδώσουν στην εφήμερη συγκυρία ή σκοπιμότητα. Με τις αποφάσεις τους οφείλουν να επιβεβαιώσουν την κυριαρχία του νόμου και την απαρέγκλιτη ισχύ θεμελιωδών αρχών της δημοκρατικής – φιλελεύθερης έννομης τάξης, όπως το τεκμήριο αθωότητας, η φειδωλή χρήση μέτρων δικονομικού καταναγκασμού (σύλληψη, προσωρινή κράτηση κ.λπ.), η καταδίκη των αποδεδειγμένα ενόχων και όχι των απλώς υπόπτων, η αναγκαία αναλογία μεταξύ βαρύτητας της πράξης και ποινής.

Η μεταχείριση όσων διώκονται ή καταδικάζονται, και ιδίως η επιβολή προσωρινής κράτησης, η αναγνώριση ελαφρυντικών, το ύψος της ποινής ή η χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στα ένδικα μέσα, πρέπει να είναι εξατομικευμένη και δίκαιη και να μην υπηρετεί ακραία ανταποδοτικούς ή εκφοβιστικούς σκοπούς.

Αντιθέτως, η χρησιμοποίηση των παραβατών ως εργαλείων παραδειγματισμού και κατευνασμού της διαχεόμενης τιμωρητικής ανυπομονησίας θα οδηγούσε στον εκβαρβαρισμό των ηθών και στη διάρρηξη των θεμελίων της ειρηνικής κοινωνικής συμβίωσης.

Ο Η. Αναγνωστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών.