Τρεις το πρωί συνήθως οι άνθρωποι κοιμούνται. Ειδικά οι ηλικιωμένοι, που βλέπουν όνειρα γεμάτα εικόνες και σκιές από το παρελθόν τους.

Τρεις το πρωί οι άνθρωποι φοβούνται το σκοτάδι και τη μοναξιά, τη σιωπή και την απουσία, το φεγγάρι και τη θάλασσα.

Τρεις το πρωί, οι άνδρες χρειάζονται παρέα, έναν φίλο, μια αγάπη, ένα τσιγάρο, τη δύναμή τους, τα νιάτα τους που χάθηκαν ή κρύβονται.

Τρεις το πρωί οι ηθοποιοί βλέπουν φαντάσματα από τον Ευριπίδη και τον Σαίξπηρ, τον Πιραντέλο και τον Τσέχοφ. Τρεις το πρωί γυρίζω κουρασμένος στο ξενοδοχείο για να κοιμηθώ. Δεν έχω δύναμη μετά το μπάνιο που έκανα, την παράσταση που είδα στο αρχαίο θέατρο του νησιού, το φαγητό στο καρνάγιο, ούτε να σκεφτώ μπορώ.

Τρεις το πρωί το νησί, ο Λιμένας πάει για ύπνο, το καλοκαίρι ετοιμάζεται να γείρει, το φεγγάρι μισοφαγώθηκε.

Τρεις το πρωί στο λιμάνι της Θάσου. Ενας ευθυτενής ογδοντάχρονος κύριος με γενειάδα και αργό, αλλά περήφανο, βήμα περπατάει ήρεμος και πράος. Είναι ένας από τους καλούς ηθοποιούς που πήραν μέρος στην παράσταση που είδα πριν από λίγο, στον υπέροχο «Ηρακλή μαινόμενο» του Εθνικού και του Μαρμαρινού, ο κορυφαίος ενός χορού που έκλεψε την παράσταση.

Ενας ηθοποιός που πρωτόπαιξε στο θέατρο πριν γεννηθώ, που με μεγάλωσε με την αθωότητα των κινηματογραφικών ρόλων του, που κρατάει ακόμα και σήμερα συντροφιά σε χιλιάδες ηλικιωμένους που γελάνε όταν τον βλέπουν στην τηλεόραση.

Πριν από δεκατέσσερα χρόνια έκανε τη μεγάλη στροφή από τα εύκολα του «Λαλάκη» και του «Μικέ» στα δύσκολα, βουτώντας στα βαθιά νερά του «Αμόρε» και του Χουβαρδά που τα τρία τελευταία χρόνια τον κάλεσε κοντά του στο Εθνικό.

«Τόλμησα», είπε, «και ζω δυο ζωές. Μια ως ιδιώτης, μια ως ηθοποιός. Αν πάω στα ενενήντα, θα είναι σαν να κλείνω τα εκατόν ογδόντα!»

Τρεις το πρωί, φώναξα μέσα από ένα αυτοκίνητο «καλησπέρα» στον κ. Γιάννη Βογιατζή, μα δεν με άκουσε.

Γι’ αυτό σήμερα τον καλημερίζω…