Δεν είχα διαβάσει το πρώτο αυτό βιβλίο του Τζόναθαν Φράνζεν που πέρασε έτσι κι αλλιώς σχετικά απαρατήρητο από τα μέρη μας, πιθανόν επειδή κανείς σοβαρός κριτικός δεν κατάφερε να το ολοκληρώσει. Το μυθιστόρημα αυτό που αποτυπώνει την εξέλιξη μιας αμερικανικής μεγαλούπολης σαν το Σεντ Λούις του Μιζούρι θέτει εξαρχής τόσα ζητήματα κατανόησης για τον έλληνα αναγνώστη (ακόμη και τον εξοικειωμένο με τα αμερικανικά πράγματα) που είναι κατανοητό το γιατί πολλοί από όσους το ακούμπησαν εν τέλει μοιάζουν να το παράτησαν: πολυσχιδής πλοκή, καταιγιστική δράση, κι ακόμη άπειρα τοπωνύμια, παρατσούκλια, διοικητικές διαιρέσεις, πρόσωπα και πράγματα, φαγητά και κέντρα διασκέδασης, μάρκες και ντόπιες διασημότητες, επιστημονικές θεωρίες και τοπικές πολιτικές δυνάμεις, νομοθεσία και νομολογία, εν τέλει μια σύνθετη ανθρωπογεωγραφία που απαιτεί έξτρα μεταφραστικό και αναγνωστικό μόχθο. Είναι φανερό ότι ο 27χρονος –όταν άρχισε να το γράφει –Φράνζεν θέλησε να αφήσει εξαρχής βαρύ το αποτύπωμά του στα αμερικανικά φιλολογικά πράγματα. Tο κατάφερε. Το ίδιο το βιβλίο πασχίζει να γίνει επιτυχία, αλλά ο Φράνζεν, με την μπαρόκ ιδιοφυΐα του, κατέκτησε μεμιάς το συγγραφικό στερέωμα ή τέλος πάντων έδειξε πως σύντομα, όταν δηλαδή θα νέρωνε το δραματουργικό και πραγματολογικό του φορτίο, θα το κατακτούσε.

Θρίλερ σε πολιτικό πακέτο

Τι έχουμε λοιπόν εδώ; Εκ πρώτης όψεως ένα θρίλερ με όλους τους κανόνες και τα υλικά του είδους: συνωμοσίες, απαγωγές, φόνους, τρομοκρατικές πράξεις, σταδιακά εκδιπλούμενα κίνητρα. Το σύνολο όμως περιτυλίγεται από ένα ευκρινές πολιτικό πακέτο (μαρξισμός κατά φιλελευθερισμού με ενδιάμεσες δόσεις σοσιαλδημοκρατίας, ταξικές και φυλετικές συγκρούσεις, Ψυχρός Πόλεμος κ.ά.), ενώ σε έναν επάλληλο κύκλο έχουμε έναν ευρύτερο στοχασμό για το μέλλον της δημοκρατίας αλλά και την εξάντληση του Αμερικανικού Υποδείγματος της διαρκούς επέκτασης, των ευκαιριών κοινωνικής ανάδυσης, της πίστης σε ένα διαρκώς καλύτερο μέλλον. Βρισκόμαστε σε «μια χρονιά σαν το 1984» λέει εισαγωγικά ο συγγραφέας –κλείνοντας προφανώς το μάτι στον Οργουελ –σε μια πόλη που είναι και δεν είναι το Σεντ Λούις, η πύλη της αμερικανικής Δύσης, μια πόλη που κάποτε φιλοδοξούσε να παίξει τον ρόλο πρωτεύουσας του έθνους αλλά τώρα βρίσκεται στη μικρομεσαία 27η θέση των αμερικανικών μητροπόλεων. Η Τζαμού, μια μεγαλοαστή ινδή αστυνομικός με αμερικανό πατέρα, επαναστατική προϋπηρεσία στο Κασμίρ και άφθονες διασυνδέσεις, έπειτα από επιτυχημένη καριέρα στη Βομβάη εκμεταλλεύεται ένα πολιτικό κενό και αναλαμβάνει την αστυνομική διοίκηση του ευρύτερου Σεντ Λούις. Την ακολουθεί μια μεγάλη ομάδα από ινδούς πράκτορες, εκπαιδευμένες πόρνες και παντοειδείς συνεργάτες. Η Τζαμού ακολουθεί μια πολιτική προσέγγισης των άκληρων της πόλης (στην περίπτωση αυτή, κατά κανόνα μαύρων). Χρησιμοποιώντας κυρίως κεφάλαια ινδών σπεκουλαδόρων (μεταξύ τους, η μητέρα της), τονώνει την αγορά κατοικίας στο υποβαθμισμένο κέντρο της πόλης και ευνοεί σχέδια αστικής ανάπλασης που οδηγούν σε σταδιακή μετεγκατάσταση μεγάλων εταιρειών από την περιφέρεια του Σεντ Λούις. Διασπείρει και περιορίζει έτσι το έγκλημα καθώς η γη γίνεται ακριβή και η ποιότητα ζωής των μη ευνοημένων αναβαθμίζεται. Ωστόσο, το θαύμα αυτό βασίζεται σε εγκληματικά μέσα: σκιώδεις επενδυτές, εκβιασμοί, εκφοβισμός της πόλης με σειρά τρομοκρατικών πράξεων χωρίς πάντως ανθρώπινα θύματα και μια πολιτική σαγήνευσης των μεγάλων βιομηχάνων και τραπεζιτών της πόλης μεταξύ άλλων με ερωτικές υπηρεσίες.

Η Τζαμού γίνεται μεγάλη βεντέτα, τα παιδάκια τής ζητούν αυτόγραφα, η φήμη της ξεπερνά τα σύνορα της Πολιτείας και όλοι πιστεύουν ότι το πάει πολύ μακριά –ακόμη και ως μέλλουσα γερουσιαστής ή και πρόεδρος των ΗΠΑ προβάλλεται. Απέναντί της θα βρεθεί ένας μοναχικός ήρωας, ο Μάρτιν Προμπστ, μεγαλοεργολάβος δημόσιων έργων και κατασκευαστής της περίφημης Πύλης της Δύσης, μιας υπαρκτής αψίδας ύψους κοντά διακοσίων μέτρων, που εγείρεται στην όχθη του Μισισιπή συμβολίζοντας την εποποιία του εποικισμού των μεγάλων πεδιάδων κατά τον 19ο αιώνα.

Αλλάζοντας στρατόπεδα

Αυτός ο Προμπστ λοιπόν τυχαίνει να είναι ένας απολύτως τίμιος άνθρωπος, δοσμένος στο κοινό καλό, σε σημείο που θεωρεί παράνομες (ή έστω ανήθικες) ακόμη και επενδυτικές πληροφορίες που διαρρέουν από το γραφείο του δημάρχου ως μη ώφειλαν. Θα αποτελέσει τον κεντρικό στόχο της Τζαμού και του περίγυρού της. Ο σκύλος του θα δολοφονηθεί, η 18χρονη κόρη του θα σαγηνευθεί αρμοδίως και θα εγκαταλείψει την πατρική οικία, η αγαπημένη πλην παραμελημένη σύζυγός του θα αποπλανηθεί και εν τέλει απαχθεί από έναν αφάνταστα ικανό ινδό πράκτορα, πρώην σύντροφο και εραστή της Τζαμού (τρομοκράτη, μαρξίζοντα, φιλόσοφο, ψυχολόγο και άλλα πολλά). Ο εγκαταλειμμένος από όλα τα στηρίγματά του Προμπστ και άλλοι πολίτες του είδους του θα καθοδηγήσουν μια τοπική πολιτική καμπάνια κατά της Τζαμού και των προσπαθειών της για ένταξη των προνομιούχων προαστίων της ευρύτερης κομητείας (σαν να λέμε νομού στα καθ’ ημάς) στο σχέδιο πόλης, άρα την τρόπον τινά εξίσωσή τους με τις υποβαθμισμένες γειτονιές της. Εν τέλει θα αλλάξει στρατόπεδο σαγηνευμένος (ερωτικά και πολιτικά) από την αρχηγό, αλλά τώρα πια το απαθές εκλογικό σώμα θα δώσει τη νίκη στο Οχι. Προς το τέλος του βιβλίου σε εξαίρετες δοκιμιακού τύπου σελίδες και εν μέσω ποικίλων φόνων, αυτοκτονιών κ.λπ., που καλό θα ήταν να μη μαρτυρήσω, το αμερικανικό όνειρο βρίσκεται θρυμματισμένο στο έδαφος μαζί με την πίστη για αέναη πρόοδο.

Jonathan

Franzen

Η εικοστή έβδομη Πολιτεία

Μτφ. Γιώργος Ικαρος Μπαμπασάκης

Εκδ. Ψυχογιός, 2012, σελ. 651

Τιμή: 19 ευρώ

Ενα μυαλόσε αναβρασμό

Ξεδιπλώνοντας δεκάδες ιστορίες που συνδέονταιι σαν παζλ

Χρειάζεται χρόνος να αποκωδικοποιήσει κανείς όλα τα στοιχεία του βιβλίου, καθώς ο συγγραφέας ακολουθεί μια «στάγδην» συγγραφική στρατηγική, κάτι σαν παζλ, ξεδιπλώνοντας σε μικρά υποκεφάλαια τις ιστορίες καμιάς εκατοστής χαρακτήρων, από όλα τα κοινωνικά στρώματα, που έχουν καθοριστικό ρόλο στην πλοκή. Η πιντσόνια αυτή, εν είδει καρτούν, πλοκή είναι και ο πραγματικός πρωταγωνιστής του βιβλίου. Κατά μία άλλη έννοια, πρωταγωνιστής είναι η πόλη, η ραγδαία αναπτυσσόμενη και προαστιοποιούμενη μεγαλούπολη, όπου η μεσοαστική της τάξη πολεοδομεί την ύπαιθρο εγκαταλείποντας τα ιστορικά κέντρα στους φτωχούς, μετανάστες και απόκληρους (βλ. εν προκειμένω και την περίπτωση της Αθήνας). Το είπα και στην αρχή. Η συσκευασία του θρίλερ κόβει την ανάσα του υπομονετικού αναγνώστη, ωστόσο το βιβλίο περιβάλλεται από έναν διαρκή επεξεργασμένο στοχασμό πάνω στα πεπρωμένα ενός έθνους, την έννοια της δημοκρατίας, τη μεταβολή του αστικού και περιαστικού τοπίου, τις προσδοκίες του σύγχρονου πολίτη – καταναλωτή, την πολιτική για την έρευνα (λ.χ. στους υπολογιστές, τους εξοπλισμούς, τη βιοτεχνολογία και την ενέργεια). Η ίδια η έρευνα του Φράνζεν για τις οικονομικές δυνάμεις που κυβερνούν τις ζωές μας θα άξιζε να αξιοποιηθεί ακόμη και από το καθ’ ημάς Υπουργικό Συμβούλιο (το πρώην, το νυν και το επόμενο), συνήθως αδαές ως προς τα πραγματικά διακυβεύματα. Και όλα αυτά ασχέτως του εάν το νόημα όσων περιγράφονται θα μπορούσε να θεωρηθεί αντιδραστικό από τους προσκολλημένους σε παραδοσιακά αρχέτυπα. Γιατί φορέας του Κακού εδώ είναι πρωτίστως μια ξένη, τριτοκοσμική, πρώην ακτιβίστρια, ενώ του Καλού ένας λευκός επιχειρηματίας. Την ινδική συνωμοσία, μάλιστα, ο ένας και μοναδικός που την ψυλλιάζεται είναι ο στρατηγός Σαμ Νόρις, τύπος εξ ορισμού Ρεπουμπλικανός, δεξιός και ξενόφοβος. Τι τα θες, θέλει κότσια για να προβείς σε τέτοιες ανατροπές παραδεδεγμένων ιδεών…

Εχουμε εδώ ένα μυαλό σε αναβρασμό. Ευτυχώς το σημείο βρασμού έπεσε στα επόμενα βιβλία όπως οι «Κραδασμοί», οι «Διορθώσεις» και η «Ελευθερία», όπου ο Φράνζεν κυριαρχεί στο υλικό του, παρά την πολυπλοκότητα της πλοκής τους που πάντα δίνει τον τόνο. Πάντως και εδώ ανιχνεύονται ευκρινώς οι ικανότητες και η ευρύτερη κοινωνική παιδεία του, που μελαγχολικά για μας παραπέμπουν στις δικές μας ελλείψεις σε πανεπιστημιακή έρευνα αξιοποιήσιμη από το ευρύ κοινό. Ας πω εν κατακλείδι ότι το Σεν Λούις του Μιζούρι είναι η πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Τζόναθαν Φράνζεν και ότι πολύ κοντά σ’ αυτή βρίσκεται το χωριό όπου γεννήθηκε ο μέγας προπάτορας Μαρκ Τουέιν. Σ’ αυτές τις τσιμεντωμένες και ευθυγραμμισμένες σήμερα όχθες του Μισισιπή έδρασαν ο Τομ Σόγερ και ο Χόλκμπερι Φιν και σ’ αυτή την παράδοση έβαλε τα δικά του θεμέλια ο Φράνζεν.