Όταν ο Ζαΐρ Μπολσονάρο, φίλος και οπαδός του Τραμπ, έχασε τις εκλογές στην Βραζιλία, το 2022, ακολούθησε το παράδειγμα του ινδάλματος του. Αρνήθηκε να αναγνωρίσει το εκλογικό αποτέλεσμα και αποπειράθηκε να οργανώσει ένα πραξικόπημα για να παραμείνει στην εξουσία. Η δικαιοσύνη της χώρας του τον παρέπεμψε σε δίκη, η οποία ολοκληρώθηκε πριν από λίγες μέρες, με μια καταδίκη σε 27 χρόνια φυλακή. Τον περασμένο Ιούλιο, όμως, καθώς ολοκληρωνόταν η προδικασία, ο πρόεδρος Τραμπ παρενέβη υπέρ του φίλου του. Έστειλε μια οργισμένη επιστολή στον πρόεδρο Λούλα, με την οποία απαιτούσε τη διακοπή της δίκης. Και τιμώρησε τόσο τη Βραζιλία, με δασμούς 50% («the Bolsonaro tariffs»), όσο και τους δικαστές που είχαν κληρωθεί να δικάσουν, με προκαταβολική ανάκληση της αμερικανικής βίζας τους. «Ο Τραμπ θέτει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα προστασίας δικτατόρων», έγραφε ειρωνικά ο Πολ Κρούγκμαν.
Η εντυπωσιακή υποδοχή του τούρκου προέδρου στον Λευκό Οίκο προχθές θα μπορούσε να είναι ενταγμένη σε ένα τέτοιο πρόγραμμα. Το μακρύ εγκώμιο του οικοδεσπότη προς τον καλεσμένο του – ως πολιτικά εξαργυρώσιμο κεφάλαιο – έχει ως προϋπόθεση μια ομολογία πίστης σε κοινές αρχές πολιτικής και μεθόδους διακυβέρνησης. Όταν ο Τραμπ επαινεί τον Ερντογάν για τα «σπουδαία πράγματα» που κάνει στη χώρα του, δύσκολα κρύβει κι έναν θαυμασμό για κάποιον που καταφέρνει να φυλακίζει τον πιο επικίνδυνο πολιτικό του αντίπαλο ή να ορίζει διοίκηση δικαστηρίου στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Με αυτήν την έννοια ο ρωμαϊκός θρίαμβος του τούρκου προέδρου στον Λευκό Οίκο είναι η καλύτερη, η πιο χειροπιαστή απόδειξη της δραματικής αλλαγής που έχει συντελεστεί στα τρία μόλις χρόνια που έχουν περάσει από τότε που, λίγο μακρύτερα, στο Καπιτώλιο, οι αμερικανοί βουλευτές και γερουσιαστές χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό τον Κυριάκο Μητσοτάκη που μιλούσε για τη Δημοκρατία ως «ελληνική ιδέα» και ήθελε Ελλάδα και ΗΠΑ να συγγενεύουν ως «θεματοφύλακες της Δημοκρατίας» στον κόσμο. Οι συγγένειες άλλαξαν. Κι αυτή είναι, οπωσδήποτε, η μια διάσταση (αλλά και μια εξήγηση) όσων έγιναν προχθές στην Ουάσιγκτον. Αλλά δεν είναι ούτε η μόνη, ούτε η σημαντικότερη διάστασή τους. Η νέα θέση της Τουρκίας του Ερντογάν στην ιεραρχία των φίλων του προέδρου δεν εξηγείται μόνον από τις κοινές πεποιθήσεις ούτε οφείλεται μόνον σε προσωπικές συμπάθειες. Προϋποθέτει τα δισεκατομμύρια των deals, δημόσιων (αεροπλάνα της Boeing, LNG, πυρηνική τεχνολογία) και ιδιωτικών, που μια αγορά 88 εκατομμυρίων κατοίκων με ΑΕΠ 1,3 τρισ. και μια πολεμική βιομηχανία που κάνει εξαγωγές πάνω από 7 δισ. τον χρόνο, μπορεί να προσφέρει. Ο Ερντογάν έπρεπε να «εξαγοράσει» τους επαίνους που τον στεφάνωσαν. Και γνωρίζει, ασφαλώς, ότι οι έπαινοι αυτοί συναρτώνται με γεωπολιτικές φιλοδοξίες των δύο πλευρών, που δεν είναι βέβαιο ότι είναι συμβατές.
Η Τουρκία έκανε στη φλεγόμενη σκακιέρα της Μέσης Ανατολής μια παράτολμη και σημαντική κίνηση. Εργάστηκε, σε συνεργασία με το Ισραήλ, για την ανατροπή του Ασαντ, αφαιρώντας ένα σημαντικό πιόνι, έναν πύργο από το Ιράν. Επαινείται και ανταμείβεται για αυτό. Αλλά η παρτίδα στη σκακιέρα δεν έχει τελειώσει. Και ο ρόλος που επιφυλάσσει από εδώ και πέρα στον Ερντογάν η Ουάσιγκτον δεν είναι βέβαιο ότι είναι συμβατός με τις κινήσεις που εκείνος θα ήθελε ή θα μπορούσε να κάνει. Αυτό είναι ένα παιχνίδι υπομονής και εκπλήξεων. Που μας αφορά στον βαθμό που επηρεάζει το ευμετάβλητο περιβάλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τα τελευταία έξι χρόνια οι σχέσεις αυτές κινήθηκαν σαν τρενάκι του λούνα παρκ. Βρέθηκαν στο χείλος της αβύσσου, τον Φεβρουάριο του 2020, με την κρίση στον Έβρο. Πέρασαν δύο καλοκαίρια πολεμικής ετοιμότητας. Δημιουργήθηκε μια προσδοκία ύφεσης, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνάντησε τον Ερντογάν στις όχθες του Βοσπόρου, λίγες μέρες μετά, οι αισιόδοξοι προσδοκούσαν μια επανάληψη του 1999, όταν ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία είχε οδηγήσει σε μια προσέγγιση, που άνοιξε τον δρόμο για το Ελσίνκι και εγκαινίασε μια υπερδεκαετή περίοδο σχετικής ηρεμίας στο Αιγαίο. Αλλά ακολούθησε το αξέχαστο «Μητσοτάκης γιοκ». Το κλίμα βελτιώθηκε όταν πέρασαν και οι δύο τον εκλογικό τους κάβο και οι μεγάλοι σεισμοί τον Φεβρουάριο του 2024 άνοιξαν ένα μεγάλο παράθυρο ευκαιρίας. Μητσοτάκης και Ερντογάν έσπασαν το ρόδι εκείνο το καλοκαίρι στο Βίλνιους. Και από τότε ζούμε μια περίοδο «ήρεμων νερών», χωρίς καμία απολύτως πρόοδο, βεβαίως, στη συζήτηση των δύσκολων θεμάτων.
Η περίοδος των «ήρεμων νερών» έχει τελειώσει. Η άκομψη ματαίωση του ραντεβού στη Νέα Υόρκη το επιβεβαιώνει. Και τώρα; Βρισκόμαστε, ολοφάνερα, σε ένα νέο σημείο καμπής. Κι επειδή οι προβλέψεις για το μέλλον είναι δύσκολες, έχει μια σημασία να κρατήσουμε τα μαθήματα που μας έχει δώσει αυτή η ταραγμένη εξαετία, που είναι άλλωστε τα ίδια που προκύπτουν από την 50ετή περιπέτεια μιας διένεξης που ξεκινά το 1973. Πως ο χρόνος που περνά, παρά τον διαδεδομένο μύθο, δεν είναι ουδέτερος και ασφαλώς δεν κυλά υπέρ των ελληνικών συμφερόντων. Πως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν εξελίσσονται ως περιφερειακή διένεξη μόνον, που υποτάσσεται αποκλειστικά σ’ έναν τοπικό συσχετισμό δύναμης. Και πως οι περίοδοι ύφεσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν είναι διατηρήσιμες, μπορεί ανά πάσα στιγμή να διακοπούν, όσο παραμένει ανέγγιχτος ο σκληρός πυρήνας των διαφορών.
Να ετοιμαζόμαστε λοιπόν για άλλη μία διαδρομή με το τρενάκι του λούνα παρκ; Κανείς δεν μπορεί να διατυπώσει με βεβαιότητα μια πρόβλεψη. Αλλά ίσως είναι, κάποια στιγμή, αναπόφευκτο. Τουλάχιστον, όσο και στις δύο πλευρές κυριαρχεί η άποψη πως η σχέση Ελλάδας – Τουρκίας είναι παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Ότι κάθε κίνηση προσέγγισης, συζήτησης, ή, έστω, εξασφάλισης «ήρεμων νερών» κρύβει αναπόφευκτα φριχτές υποχωρήσεις σε θέματα εθνικής κυριαρχίας για τη μία πλευρά ή προδοτική παραίτηση από ζωτικές εθνικές φιλοδοξίες για την άλλη. Τι να κάνουμε; C’ est la vie…







