Με τους «Καταραμένους» (The damned, διεθνής συμπαραγωγή, 2024) ο ιταλός σκηνοθέτης Ρομπέρτο Μινερβίνι επιστρέφει στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου των ΗΠΑ προκειμένου να καταθέσει ένα σαφώς επίκαιρο φιλοσοφικό δοκίμιο για τη ματαιότητα του πολέμου. Το κάνει εξετάζοντας την καθημερινότητα των μελών μιας ομάδας των Βορείων, αποστολή της οποίας η ιχνηλάτηση μιας αχαρτογράφητης περιοχής στη δυτική πλευρά της χώρας. Η φύση και η απεραντοσύνη του άγριου τοπίου λειτουργούν σχεδόν μυσταγωγικά στην εξέλιξη της ιστορίας, με τους άνδρες της ομάδας (των οποίων τα ονόματα δεν μαθαίνουμε καν) να βυθίζονται όλο και περισσότερο μέσα σε έναν ξεχασμένο από τον Θεό κόσμο. Ο Μινερβίνι ενδιαφέρεται για τις «μικρές» καταστάσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στους κουρασμένους, φοβισμένους άντρες, οι οποίοι ζουν μέσα στην αβεβαιότητα και τον τρόμο. Τους βλέπουμε να παίζουν χαρτιά, να κρατούν σκοπιά, να ανταλλάσσουν μεταξύ τους προσωπικές ιστορίες, ενίοτε να πολεμούν, να αναρωτιούνται για τη σημασία του πολέμου και τη σχέση του Θεού με τον πόλεμο, να κυνηγούν, να κουβεντιάζουν για τον χειρισμό των όπλων. «Ολα όσα μαθαίνουμε στην εκπαίδευση καταλήγουν σε μια στιγμή όπου ή θα ζήσεις ή θα πεθάνεις», θα πει ο αρχηγός της αποστολής (Τζερεμάια Ναπ). Ταιριάζοντας κατά κάποιο τρόπο με την ίδια την αργή κίνηση των στρατιωτών στο άγριο τοπίο, την ταλαιπωρία και την αγωνία τους, η ταινία κινείται με αργούς ρυθμούς μεταφέροντας τον θεατή βαθιά μέσα στον κόσμο της.

Ρέκβιεμ για έναν μποξέρ

Από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας «Η μεγάλη μέρα» (Day of the Fight, ΗΠΑ, 2023) γίνεται αντιληπτό ότι οι μέρες του κεντρικού της ήρωα, ενός ταλαντούχου πυγμάχου του οποίου η ζωή πήρε λάθος πορεία, είναι μετρημένες. Και το κλείσιμο όλων των ανοιχτών λογαριασμών του, την ίδια την ημέρα του μεγάλου αγώνα της επιστροφής του, που ίσως είναι και η τελευταία της ζωής του, γίνεται το θέμα της σκληρής αλλά συγχρόνως εξαιρετικά τρυφερής αυτής ταινίας που γύρισε ο εγγονός του Τζον Χιούστον, ηθοποιός και σκηνοθέτης Τζακ Χιούστον. Αυτό το ασπρόμαυρο οδοιπορικό θανάτου σε κερδίζει με τη βαθιά μελαγχολία του, την οποία ο Χιούστον χειρίζεται προσεκτικά έχοντας ως οδηγό το όμορφο αλλά συγχρόνως ταλαιπωρημένο πρόσωπο του Μάικλ Πιτ, στην καλύτερη μέχρι σήμερα κινηματογραφική ερμηνεία του (θυμίζει λιγάκι τον Τζον Βόιτ στον «Τσαμπ»). Στην ουσία, η ταινία είναι μια συρραφή συναντήσεων του πυγμάχου με ανθρώπους που γνωρίζει – από τον προπονητή του (Ρον Πέρλμαν) μέχρι τον παράλυτο πατέρα του (Τζο Πέσι), από την πρώην γυναίκα του (Νικολέτ Ρόμπινσον) μέχρι τον μέντορα θείο του (Στιβ Μπουσέμι). Τελικά, η αίσθηση στεναχώριας που σε διακατέχει καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της ωδής θανάτου ανήκει στα «υπέρ» της.

Ρόλοι προς ενοικίαση

Τρίτη ενδιαφέρουσα ταινία από σήμερα στις αίθουσες, η αυστριακή «Το παγώνι» (Pfau – Bin ich echt?/ Peacock, 2024), μια χαμηλών τόνων σάτιρα των αποστειρωμένων καιρών μας που διαδραματίζεται σε μια σύγχρονη (αν και κάπως απροσδιόριστη) κοινωνία, με κεντρικό πρόσωπο τον Ματίας (Αλμπρεχτ Σουκ), έναν νεαρό άντρα που βγάζει τα προς το ζην υποδυόμενος ρόλους για λογαριασμό μιας εταιρείας ονόματι My Companion. Η ικανότητα του Ματίας στο να αλλάζει προσωπικότητες σαν τα πουκάμισα (τη μια είναι γιος πάμπλουτου επιχειρηματία, την άλλη πιλότος, πατέρας μικρού παιδιού) τον έχει μετατρέψει σε σταρ του τομέα του, ρουφώντας όμως την ψυχή του. Δείχνει καλοσυνάτος, ωστόσο είναι συναισθηματικά κενός. Αλλά ακόμα και αυτός δεν θα αποφύγει την παγίδα του πραγματικού συναισθήματος που μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω. Πηγή έμπνευσης για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του νεαρού σκηνοθέτη Μπέρνχαρντ Βένγκερ υπήρξαν τα γραφεία «ενοικίασης φίλων» που υπάρχουν σε κάποιες χώρες. Θυμίζει αρκετά το σύμπαν των «Αλπεων» του Γιώργου Λάνθιμου και σε μια κομβική σκηνή της, το «Τετράγωνο» του Ρούμπεν Οστλουντ. Ωστόσο, η δύναμη της ταινίας είναι η ανθρωπιά της, που κατά κάποιο τρόπο έλειπε από τις δύο προαναφερθείσες ταινίες.

Τα «κακά» πάνε παντού

«Το νησί» (Eden, ΗΠΑ, 2025) του Ρον Χάουαρντ βασίζεται σε περιστατικά τα οποία έλαβαν χώρα στα νησιά Γκαλαπάγκος στη δεκαετία του 1930. O Τζουντ Λο και η Βανέσα Κέρμπι υποδύονται δύο Γερμανούς που, όταν ανεβαίνει ο Αδόλφος Χίτλερ στην εξουσία, αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να πάνε να ζήσουν στο πουθενά, μακριά από όλα τα υπόλοιπα κακά του κόσμου. Τα «κακά» θα έχουν αντίθετη γνώμη, από τη στιγμή που το παράδειγμα του ζεύγους αποφασίζει να ακολουθήσει ένα άλλο ζευγάρι Γερμανών (Ντάνιελ Μπριλ, Σίντνεϊ Σουίνι) που τους θεωρεί πρότυπο. Και κάπως έτσι θα αρχίσουν τα προβλήματα γιατί θα ακολουθήσουν και άλλοι «επισκέπτες», όπως μια νεαρή αριστοκράτισσα (Ανα ντε Αρμας) που νομίζει ότι της ανήκει όλος ο κόσμος. Και εδώ η σχέση ανθρώπου – φύσης παίζει σημαντικό ρόλο στην ιστορία, όμως ο χειρισμός των καταστάσεων σε συνδυασμό με μια κάπως επιδεικτική guerilla κινηματογράφηση (κάμερα στο χέρι) καταλήγουν σε ένα αμήχανο σύνολο.

Ξαφνικά συγγενείς

Μια τρυφερή ωδή προς τις τραυματισμένες στις μέρες μας ανθρώπινες σχέσεις αποπειράται ο γάλλος Σεντρίκ Κλαπίς στην ταινία «Τα χρώματα του χρόνου» (La venue de l’avenir, Γαλλία, 2025), όπου παρακολουθούμε το πώς τέσσερις άνθρωποι (Βενσάν Μακάιν, Ζινεντίν Σουαλέμ, Τζουλιά Πιατόν και Αμπραάμ Βαλπέρ) που δεν γνώριζαν ότι έχουν κοινές ρίζες έρχονται κοντά όταν αποδεικνύεται ότι είναι μακρινοί συγγενείς και ότι έχουν κληρονομήσει ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στην επαρχιακή Νορμανδία. Με χώρο αυτό το μυστηριώδες σπίτι στο οποίο όλοι συγκεντρώνονται για να αποφασίσουν τι θα το κάνουν, ο Κλαπίς αντιμετωπίζει με αγάπη το θέμα του, μετακινώντας την ιστορία στο μακρινό παρελθόν και στη γυναίκα (Σουζάν Λιντόν) από την οποία ξεκίνησαν όλα. Στιγμές γνήσιας ανθρωπιάς, ευγενικό χιούμορ αλλά και αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκεια.

Δύο θρίλερ

Από τον βομβαρδισμό των νέων (και παλαιών) ταινιών από σήμερα στις αίθουσες δεν θα μπορούσε να λείπει και το θρίλερ. Δύο, για την ακρίβεια. Στο άκρως εκνευριστικό «Φέρ’ την πίσω» («Bring Her Back», Αυστραλία, 2025) των ελληνικής καταγωγής αδελφών Ντάνιελ και Μάικλ Φιλίππου η Σάλι Χόκινς υποδύεται μια σατανική γυναίκα που εγκλωβίζει στο σπίτι της μια τυφλή κοπέλα (Σόρα Γουόνγκ) και τον ετεροθαλή αδελφό της (Μπίλι Μπάρετ) προκειμένου να τη χρησιμοποιήσει για να «φέρει πίσω» τη νεκρή κόρη της. Ανούσια παράταξη ακραία προκλητικών σκηνών αιματοχυσίας που το μόνο που προκαλούν είναι η απώθηση. Το «Weapons» (ΗΠΑ, 2025) σχετίζεται με την εξαφάνιση 17 ανήλικων παιδιών – όλα στην τάξη μιας νεαρής δασκάλας (Τζούλια Γκάρνερ) που εξαιτίας του γεγονότος βρίσκεται στο στόχαστρο της τοπικής κοινότητας. Ο σκηνοθέτης Ζακ Κρέγκερ μοιράζει την ταινία σε κεφάλαια και στο καθένα δίνει τον πρώτο λόγο σε κάποιον από τους βασικούς ήρωες της ιστορίας: τη δασκάλα, έναν πολιτικό μηχανικό (Τζος Μπρόλιν) που είναι πατέρας ενός από τα εξαφανισμένα παιδιά, έναν αστυνομικό (Αλντεν Εχρενραϊχ), έναν νεαρό άστεγο (Οστιν Αμπραμς), όπως και το μοναδικό παιδί της τάξης το οποίο δεν εξαφανίστηκε (Κάρι Κρίστοφερ). Ενα πολύ κομψά κινηματογραφημένο παζλ, το οποίο όμως σου δίνει την εντύπωση παραφουσκωμένου μπαλονιού που κάποια στιγμή θα σκάσει. Οπως και γίνεται.

Tέλος, προβάλλονται και τα κινούμενα σχέδια «Στρουμφάκια: Η ταινία» (Smurfs, ΗΠΑ, 2025) του Κρις Μίλερ.

Εξι επανεκδόσεις

«Οι 12 ένορκοι» (12 angry men, ΗΠΑ, 1958). Ο Σίντνεϊ Λουμέτ εισχωρεί στα άδυτα της αίθουσας συνεδρίασης 12 ενόρκων που θα πρέπει να αποφασίσουν αν ο νεαρός που κατηγορείται για φόνο είναι αθώος ή ένοχος και, με τους τρομερούς ηθοποιούς που έχει στη διάθεσή του, καταθέτει μια ταινία αγέραστη στον χρόνο και (δυστυχώς) ανατριχιαστικά επίκαιρη.

«Χειμωνιάτικο φως» (Natvardsgästerna, Σουηδία, 1963). Μέγιστος μάστορας στο «σκάψιμο» της ανθρώπινης ψυχής, ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν κλείνει εδώ τους λογαριασμούς του με τον Θεό, μέσα από την ιστορία ενός χήρου πάστορα (Γκούναρ Μπγιορνστράντ) που νιώθει ότι απομακρύνεται όλο και περισσότερο από αυτό που πρεσβεύει. Ο Μπέργκμαν έρχεται σε κατά μέτωπο σύγκρουση με την πίστη, την αμφισβητεί, την αποδομεί και καταθέτει ένα αριστούργημα υπαρξιακής αναζήτησης.

«Η ετυμηγορία» (The verdict, ΗΠΑ, 1982). Αρνούμενος τον εξώδικο συμβιβασμό, ένας αλκοολικός δικηγόρος αποφασίζει να τα παίξει όλα για όλα και να στραφεί δικαστικώς εναντίον των γιατρών που μετέτρεψαν σε «φυτό» την πελάτισσά του. Ενα από τα καλύτερα δικαστικά δράματα όλων των εποχών, γραμμένο από τον Ντέιβιντ Μάμετ, με σκηνοθέτη τον Σίντνεϊ Λουμέτ και πρωταγωνιστή τον Πολ Νιούμαν – τριπλέτα φωτιάς!

«Νύχτα δολοφόνων»(Cul-de -Sac, Αγγλία, 1966). Εξαίσια μαύρη κωμωδία του Ρόμαν Πολάνσκι, που με φόντο ένα παραλιακό κάστρο σε ένα νησί της Αγγλίας παρακολουθεί την ανατροπή της ζωής ενός φιλήσυχου ζευγαριού (Ντόναλντ Πλέζανς – Φρανσουάζ Ντορλεάκ) που απειλείται από την εισβολή δύο καταζητούμενων γκάνγκστερ (Λάιονελ Στάντερ – Τζακ ΜακΓκάουαν).

«Το πάρτι» (The party, ΗΠΑ, 1968). Μία από τις καλύτερες κωμωδίες του Πίτερ Σέλερς όπως και του σκηνοθέτη Μπλέικ Εντουαρντς. Ο αμίμητος βρετανός ηθοποιός υποδύεται έναν άμοιρο ινδό κομπάρσο, ο οποίος, αφού βρεθεί εξαιτίας ενός λάθους σε ένα πάρτι στο Χόλιγουντ, θα το οδηγήσει στην ολοκληρωτική καταστροφή.

«Η τελευταία παράσταση» (The last picture show, ΗΠΑ, 1971). Μια σπουδαία ταινία του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς που κοιτάζει βαθιά μέσα στην παρακμή της αμερικανικής επαρχίας της δεκαετίας του 1950, πλάθοντας μικρές ιστορίες με ήρωες τους κατοίκους μιας πόλης του Τέξας και με οδηγό το μυθιστόρημα του Λάρι ΜακΜέρτρι. Προτάθηκαν για Οσκαρ β΄ ρόλου οι Τζεφ Μπρίτζες, Ελεν Μπέρστιν, Μπεν Τζόνσον και Κλόρις Λίτσμαν (κέρδισαν οι δύο τελευταίοι).