Ηταν το 1988, όταν ο βιολονίστας της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστώνης Μαρκ Λούντβιχ ανακάλυψε σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο τη βιογραφία του Λίο Μπεκ, του γερμανού ραβίνου και λόγιου του 20ού αιώνα που επέζησε από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Τερεζίν και εν συνεχεία εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και αναδείχθηκε ως ένας από τους κορυφαίους θεολόγους της εποχής του.

Εκείνο που τράβηξε την προσοχή του Λούντβιχ ήταν ένα σημείο στο οποίο ο Μπεκ ανέφερε ότι παρά τις κακουχίες και τη σκληρότητα του στρατοπέδου, οι τρόφιμοι είχαν μια εντυπωσιακή παραγωγή κλασικής μουσικής υψηλής ποιότητας.

Ο Λούντβιχ είχε ακούσει για το Τερεζίν: οι Ναζί το είχαν καθιερώσει ως ενδιάμεσο σταθμό προς το Αουσβιτς και το Νταχάου. Βρισκόταν βορειοδυτικά της Πράγας και διαφημίστηκε από τους Ναζί ως πρότυπο εβραϊκής κοινότητας επιχειρώντας να πείσει τη διεθνή κοινότητα ότι συμπεριφερόταν καλά στους Εβραίους. Αν και προοριζόταν για 7.500 κρατουμένους, τελικά στοιβάχτηκαν στους χώρους του οκταπλάσιοι.

Ηξερε ότι διάσημοι καλλιτέχνες και μουσικοί είχαν φυλακιστεί εκεί. Είχε ακούσει ότι ένας κρατούμενος είχε κόψει το αγαπημένο του βιολοντσέλο σε κομμάτια, ράβοντάς το στα ρούχα του, και το συναρμολόγησε ξανά στο στρατόπεδο. Οι Ναζί επέτρεπαν τη μουσική για να υποστηρίξουν τη θεωρία τους ότι το Τερεζίν ήταν στρατόπεδο – πρότυπο.

Δεν γνώριζε όμως τις μουσικές τους συνθέσεις. Ετσι, την επόμενη φορά που ταξίδεψε στην Ευρώπη, πήγε σε ένα αρχείο στην Πράγα, όπου ο διευθυντής τού έδειξε κάποιες παρτιτούρες που είχε γράψει ένας από τους κρατουμένους. «Ανοιξα την παρτιτούρα και άρχισα να παίζω τη μελωδία με το μυαλό», θυμάται ο μουσικός, που τότε ήταν 30 ετών. «Και η ομορφιά της ήταν εκπληκτική. Μου άνοιξε έναν εντελώς νέο κόσμο όσον αφορά τη μουσική».

Τρεις δεκαετίες έρευνας

Η μουσική έφερε την υπογραφή του Γκίντεον Κλάιν, ενός τσέχου συνθέτη που δολοφονήθηκε από τους Ναζί σε ηλικία 25 ετών και οι μελωδίες του παρακίνησαν τον Λούντβιχ σε μια εμμονική έρευνα που διήρκεσε τρεις δεκαετίες και περιελάμβανε περί τα 100 ταξίδια στην Πράγα για να αναζητήσει αρχεία και να πάρει συνεντεύξεις από επιζώντες του Τερεζίν.

Στο ενδιάμεσο ταξίδευε προς άλλους προορισμούς των ΗΠΑ, της Ευρώπης και του Ισραήλ για να εντοπίσει αρχεία και παρτιτούρες θέλοντας να μάθει ποιοι ήταν οι συνθέτες που δολοφονήθηκαν και από πού αντλούσαν δύναμη για να συνθέσουν μουσική σε τόσο άθλιες συνθήκες.

Αρχισε να εντοπίζει παρτιτούρες που είχαν μείνει κρυμμένες κάτω από σανίδια και πίσω τοίχους των Πάβελ Χάαζ, Ζίγκμουντ Σουλ και Βίκτωρ Ούλμαν. Ολο το υλικό που βρήκε ένιωσε την υποχρέωση να το φέρει στο φως μέσω συναυλιών και διαλέξεων και αργότερα δημιούργησε ένα ίδρυμα που χρηματοδοτεί νέες συνθέσεις και βραβεύει ανθρώπους που εργάζονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Πολλοί ιστορικοί και μουσικοί συμφωνούν ότι ο Λούντβιχ συνέβαλε σημαντικά όχι μόνο στον εμπλουτισμό του μουσικού ρεπερτορίου, αλλά και στην πληρέστερη και πιο περίπλοκη κατανόηση του Ολοκαυτώματος, καθώς οι συνεντεύξεις του με επιζώντες αποκάλυψαν στοιχεία σχετικά με την ανθρώπινη ικανότητα να αντιστέκεται και να επιβιώνει.