Η φάση δεν χάλασε τώρα. Είναι χαλασμένη χρόνια. Ανέκαθεν στήναμε τάφρους και χτίζαμε στρατόπεδα. Γεννούσαμε διχογνωμίες που έφερναν διχασμούς. Αρκούσε ένα πρόσωπο, ένα γεγονός, μια κατάσταση, για να γίνουμε οι μεν και οι δε. Κάποτε, στις πλατείες της Αθήνας, έφτανε μια κραυγή ενθουσιασμού για τον Τρικούπη ή ένας αντίστοιχος πανηγυρισμός για τον Δηλιγιάννη, ώστε τα καφενεία να γίνουν χαρακώματα μάχης. Ο ίδιος ο Σωκράτης, αιώνες νωρίτερα, βρέθηκε αντιμέτωπος με το δικαστήριο της Ηλιαίας και κατέληξε να πιει το κώνειο. Οι δίκες – το αγαπημένο μας σπορ. Να δικάζουμε ο ένας τον άλλον για το πώς νιώθει, πώς σκέφτεται, τι λέει, πώς θέλει να ζει. Οι αιώνες να κυλούν και εμείς να είμαστε διαρκώς εγκλωβισμένοι σε αυτή την ανάγκη της διένεξης, της αντιπαράθεσης, της παντοτινής φαγωμάρας που κατά βάση δεν είναι τελικά μήτε πολιτική, μήτε ιδεολογική, αλλά βαθύτατα κοινωνική και υπαρξιακή. Είναι ένα είδος ψυχοσωματικής εκτόνωσης, που καμία σχέση δεν έχει φυσικά με το δικαίωμα στην έκφραση. Εάν ήταν αυτό, όλα θα κυλούσαν μια χαρά, εσύ έχεις την άποψή σου, εγώ τη δική μου, θα αποδεχόμασταν τη διαφορετικότητά μας, θα σεβόμασταν ο ένας τον άλλον και θα ζούσαμε μέσα σε ένα κλίμα υγιούς εξωστρέφειας. Οχι, όμως. Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, δεν συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο. Η άποψη των μεν γίνεται κόκκινο πανί στην ιδιοσυγκρασία των δε, και η εθνική μας διάδραση ξεφεύγει από την πεπατημένη του διαλόγου, εκτρέπεται σε υβρεολόγιο, υμνεί το μίσος και τον φθόνο. Κάθε χρόνο και νέες ορολογίες, φέτος η μία πλευρά να μιλάει για τους «φοβισμένους νοικοκυραίους», η άλλη για «ψεκασμένους», η μία πλευρά να είναι οι ξύπνιοι που δεν παίρνουν από εμβόλια, η άλλη να είναι οι προνοητικοί που σώνουν τον κόσμο. Η καθημερινότητα να πυροδοτεί συνεχώς χαρακώματα μάχης. Και στο μεταξύ, με κάθε αφορμή αυτής της άθλιας επικαιρότητας που επικρατεί, να στήνουμε δίκες και να γινόμαστε κατήγοροι των άλλων, πού; Στην πλατφόρμα των ψευδαισθήσεων. Εκεί όπου νομίζουμε ότι κατέχουμε κάποιο είδος εξουσίας. Στο εικονικό εδώλιο της εποχής μας. Τα social. Εκεί όπου όλοι μπορούμε να γίνουμε γιατροί, νοσηλευτές, δημοσιογράφοι, σκηνοθέτες, προπονητές, συγγραφείς, αστυνομικοί, και ούτω καθεξής. Εκεί όπου όλοι μπορούμε να πλασάρουμε τον εαυτό μας σαν κάτι άλλο από αυτό που είναι στην πραγματικότητα, και όχι μόνο να πούμε αυτό που πιστεύουμε, όμορφα και ξάστερα, αλλά να κατακεραυνώσουμε, να απαξιώσουμε, να χλευάσουμε, να βιαιοπραγήσουμε, να υπονομεύσουμε, να κατεδαφίσουμε. Δηλαδή, πίσω και πάνω από όλα, να μεταβληθούμε σε δικαστές που με τη μέγιστη αυστηρότητα τιμωρούμε κάθε άποψη που δεν μας αρέσει εξολοθρεύοντας εκείνους που πρεσβεύουν κάτι διαφορετικό από αυτό που πιστεύουμε εμείς. Γιατί σημασία κατά βάθος δεν έχει η αποτύπωση της άποψής μας, μα η εξολόθρευση του άλλου, η ανάγκη να επικρατήσουμε έναντι του άλλου, η ικανοποίηση ότι τον μειώσαμε. Κι έτσι, ως κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας, εξακολουθούμε να πορευόμαστε στο μέλλον χτίζοντας μικρούς εθνικούς διχασμούς, μια χώρα με οκτώ εκατομμύρια δικαστές.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ