Ο κορωνοϊός τα ‘φερε έτσι που η παρέλαση για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση κουβαλούσε μια μεγάλη παραδοξότητα: ήταν ίσως η πιο καλοσχεδιασμένη όλων των εποχών και παράλληλα η πιο ήσυχη απ’ όλες. Ελειπαν οι φωνές και τα χειροκροτήματα των πολιτών, που δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν, και έλειπε ο ήχος της Αθήνας, που είχε γίνει φρούριο λόγω των υψηλών καλεσμένων. Ησυχη όμως δεν σημαίνει βουβή.

Ολοι όσοι βρέθηκαν εκεί, οι διοργανωτές και οι κυβερνητικοί παράγοντες, ήξεραν πως η εικόνα θα μεταφερόταν σε όλον τον κόσμο -και, κυρίως, στα σπίτια των Ελλήνων που είδαν τους εορτασμούς σε αυτή τη φάση της πανδημίας με κάποια επιφύλαξη, γιατί στα νοσοκομεία γιατροί και νοσοκόμοι συνεχίζουν να δίνουν τη δική τους μάχη. Για αυτούς, η εικόνα έπρεπε να είναι τέλεια. Λίγο προτού ο Νίκος Αλιάγας και η Σοφία Κορμά ξεκινήσουν τη μετάδοση της παρέλασης, ένας από τους υπευθύνους για την τηλεοπτική μετάδοση χτύπησε ξεφυσώντας κάποιον συνάδελφό του στην πλάτη, δίνοντας το σύνθημα για την έναρξη: «Αντε, καλή μας επιτυχία».

Ο ήχος, η απουσία του και η έντασή του, καθόρισε και την εμπειρία. Το πιο πολύβουο μέρος στην Αθήνα, η λεωφόρος Αμαλίας μπροστά από τη Βουλή, άκουσε απόλυτα σιωπηλό το παίξιμο της μπάντας. Ο πρίγκιπας Κάρολος και η Δούκισσα της Κορνουάλης, ο Νίκος Αναστασιάδης και η σύζυγός του, ο ρώσος πρωθυπουργός Μιχαήλ Μισούστιν και η γαλλίδα υπουργός Αμυνας Φλοράνς Παρλί έγιναν μάρτυρες μιας μεγαλειώδους διαδρομής στην ελληνική ταυτότητα, ιδιαίτερα με την παρέλαση του έφιππου τμήματος – οι ενδυμασίες των καβαλάρηδων διέτρεχαν τη σύγχρονη ιστορία, τις νίκες και τις ήττες των τελευταίων διακοσίων ετών. Και μαζί έγιναν μάρτυρες της συμβολικής αποτύπωσης των στενών δεσμών (οικονομικών και μη) που ενώνουν την Ελλάδα με τον υπόλοιπο κόσμο: οι εθνικοί ύμνοι των χωρών που καθόρισαν την πορεία της Επανάστασης με τη Ναυμαχία στο Ναβαρίνο ήταν από τις πρώτες μελωδίες που ακούστηκαν χθες το πρωί στο κέντρο της Αθήνας. Τα γαλλικά Rafale, τα αμερικανικά F-16 και το Voyager της RAF στον αττικό ουρανό επιβεβαίωσαν την αίσθηση.

Τα πιο γνωστά ελληνικά εμβατήρια, που πλαισιώνουν τις παρελάσεις κάθε χρόνο, βρήκαν τη θέση τους και σ’ αυτήν. Ωστόσο κάθε φορά που οι ρυθμοί έπεφταν, οι διαφορές αυτής της επετείου γίνονταν περισσότερο εμφανείς. Το περπάτημα των αλόγων, τα τσαρούχια των Ευζώνων ως φιλικός χαιρετισμός-φόρος τιμής στους πεσόντες και οι φράσεις του πιλότου του F-16 «Ζευς», Δημήτρη Βολακάκη, που ζήτησε «ψηλά τα βλέμματα και τις καρδιές», δεν χρειάζονταν καμία μουσική υπόκρουση.   

Η συγκίνηση της Κατερίνας Σακελλαροπούλου στην εμφάνιση των μικρών παιδιών με τις παραδοσιακές στολές και οι σύντομες συνομιλίες των καλεσμένων με τον Κυριάκο Μητσοτάκη πριν από την υποδοχή τους στο Μέγαρο Μαξίμου πιάστηκαν από την τηλεοπτική κάμερα. Αυτό που δεν φάνηκε όμως ήταν ο πολύς κόσμος που βρέθηκε στα μπαλκόνια των κτιρίων γύρω από το Σύνταγμα, που παρακολούθησε αθόρυβα την παρέλαση μέχρι το τέλος της, ξεσπώντας (μόνο τότε) σε χειροκροτήματα. Πίσω από τις κορδέλες της Αστυνομίας, στα γύρω στενάκια, κι άλλος κόσμος: με μάσκες, αλλά και σημαίες, που έριχνε κλεφτές ματιές στα αγήματα που παρήλαυναν, ξεκλέβοντας μαζί μια δόση κανονικότητας. Αθόρυβοι κι αυτοί, μέχρι τις θορυβώδεις γιορτές που θα ‘ρθουν.