Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Αν θέλει να μετρήσει κανείς το μέγεθος της εσωστρέφειας των ανθρώπων δεν έχει παρά να τους παρατηρήσει προσεκτικά ενώ είναι συγκεντρωμένοι πολλοί μαζί, όπως για παράδειγμα στις αίθουσες αναμονής ενός αεροδρομίου. Οταν δηλαδή είναι τελείως άγνωστοι μεταξύ τους και αυτό που περιμένουν να συμβεί είναι ίδιο για όλους. Μοιάζει ο καθένας τους βυθισμένος σε κάτι που αν και δεν το γνωρίζουμε, η σκέψη ότι θα μπορούσε να συμβαίνει σε μας μάς κάνει να ανατριχιάζουμε. Μας φαίνεται αδιανόητο για τον εαυτό μας κάτι που ως φυσιολογικό, ως μια πραγματικότητα, μπορεί να το ζει κάποιος άλλος. Είναι ακριβώς το αίσθημα που μας προετοιμάζει εσωτερικά σε τέτοιον βαθμό ώστε να γινόμαστε ακατάλληλοι προκειμένου να μοιραστούμε όχι μονάχα μια συνθήκη ευτυχίας αλλά ακόμα και την πιο ήπια μορφή δυστυχίας. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς ακριβώς θα ήμασταν αν περνούσαμε απότομα στη θέση των άλλων. Οσο και αν έχουμε παρατηρήσει στην ίδια μας τη ζωή πως ό,τι είχε για μας επείγοντα χαρακτήρα έγινε - αν έγινε - με πολύ αργό ρυθμό, ή πως ό,τι πραγματοποιήθηκε εξοντωτικά για μας μόνο σιγά-σιγά υλοποιημένο θα ήταν δυνατόν να το δεχτούμε, κανείς μας δεν το δεχόταν να περάσει αυτόματα στη θέση ενός άλλου. Ακόμα και όταν γνωρίζει πόσο δυστυχής αισθάνεται ο ίδιος ή πόσο ευτυχισμένος μπορεί να νιώσει ο άλλος.
Εκείνο πάντως που είναι βέβαιο είναι πως κανείς, όσο δυστυχής και αν αισθάνεται, δεν θα άλλαζε τη ζωή του με μιαν άλλη ζωή ακριβώς γιατί αυτή η άλλη ζωή του είναι άγνωστη. Ακριβώς γιατί το άγνωστο, όσο και αν διαγράφεται ανεπιθύμητο, η αναμονή του μέσα από κάτι οικείο, όπως είναι για τον καθένα η ζωή του, το κάνει κατά κάποιον τρόπο υποφερτό, ενώ η αντικατάσταση του έστω οδυνηρά γνωστού με κάτι το παντελώς άγνωστο θα του στερούσε τα στοιχειώδη εφόδια προκειμένου να το αντιμετωπίσει. Ο καθένας γνωρίζει τη ζωή του αλλά και αν ακόμα την αγνοεί, μπορεί να συντηρείται σε μια κατάσταση σχετικής ψυχραιμίας χάρη στην εικόνα που έχει γι' αυτή τη ζωή. Η στεναχώρια μας ή και η απελπισία μας σφυρηλατούν έναν δεσμό με τη ζωή. Ακόμα και ο φόβος για μια επερχόμενη δυστυχία μπορεί να γίνει η αφορμή ώστε να γνωρίσουμε την ίδια τη ζωή σε ένα βάθος που δίχως τον φόβο αυτό το βάθος θα παρέμενε κάτι άγνωστο για μας. Οπως όλα τα έντονα αισθήματα δίνουν στις λέξεις που χρησιμοποιούμε το πραγματικό τους βάρος, η στεναχώρια, η απελπισία, ακόμα και η δυστυχία μπορεί να μας αποκαλύψουν ένα νόημα τόσο ισχυρό όσο υποθέτουμε πως αποκαλύπτει σε έναν άγνωστό μας μια αίσθηση ευτυχίας που εμείς έχουμε στερηθεί.
Γι' αυτό ακριβώς συνυπάρχουμε φυσιολογικά άνθρωποι με τις μεγαλύτερες ανάμεσά μας διαφορές, διαφορές όχι πια ταξικές ή κοινωνικές αλλά βιολογικές. Και μάλιστα με έναν τρόπο σαν να μη συμβαίνει τίποτα το ξεχωριστό. Διαφορές που θα έπρεπε να κάνουν αδιανόητες τις πιο φυσιολογικές σχέσεις, παρατηρούμε αντίθετα να βιώνονται ήρεμα και ο βαριά άρρωστος να εύχεται καλό ταξίδι σε έναν νεόνυμφο ζευγάρι και ο ανάπηρος που θα περάσει όλη του τη ζωή στο καροτσάκι να αντιδρά σε μικρολεπτομέρειες της καθημερινότητας όπως ο άνθρωπος που μπορεί να τρέξει χωρίς να λαχανιάσει. Ακριβώς γιατί όλοι μας συμμετέχουμε σε μια συνωμοσία που την υπαγορεύει η ανάγκη να κρατάμε ως απαραβίαστο προσωπικό μυστικό κάτι που είναι κοινό για όλους. Και να αισθάνεται περίπου σαν να λεηλατείται η προσωπική του περιουσία όταν το παγκοίνως γνωστό προβάλλεται και υπογραμμίζεται ως κάτι σχετικό. Θέλουμε όλοι μας να προφυλάσσουμε το ολοφάνερο ως αδιαπέραστο μη ανιχνεύσιμο μυστικό μας.