Στη δημοκρατία οι ιδέες δεν διώκονται, διώκεται όμως η βία
ΚΥΚΛΟΣ ΙΔΕΩΝ Οι επιπτώσεις της απόφασης για τη Χρυσή Αυγή

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Στη δημοκρατία οι ιδέες δεν διώκονται, διώκεται όμως η βία
Του Νίκου Αλιβιζάτου
Η μοντέρνα δημοκρατία έχει ζωή μόλις 200-250 ετών. Στον Μεσοπόλεμο, με νωπή ακόμη την καθιέρωση της καθολικής ψήφου, βρέθηκε στην Ευρώπη αντιμέτωπη με ένα μείζον ερώτημα: να επιτρέψει ή όχι τη λειτουργία στον κόρφο της κομμάτων που όχι μόνο την αμφισβητούσαν, αλλά διακήρυτταν ανοιχτά την πρόθεσή τους να την καταργήσουν; Αναφέρομαι προφανώς στο φασιστικό κόμμα στην Ιταλία και το ναζιστικό στη Γερμανία, που κατέλαβαν νομότυπα την εξουσία, το 1922 και το 1933 αντιστοίχως, κερδίζοντας τις εκλογές.
Μετά τον πόλεμο και τη συντριβή του φασισμού και του ναζισμού, η απάντηση της δημοκρατίας ήταν να προβλεφθεί ρητά η δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων που έχουν τα ανωτέρω χαρακτηριστικά. Προηγήθηκε το γερμανικό Σύνταγμα του 1949, το οποίο έκτοτε ακολούθησαν και άλλα. Ετσι, στη Γερμανία, την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, απαγορεύτηκε ένα ακροδεξιό κόμμα, καθώς και το κομμουνιστικό (το οποίο ωστόσο επανιδρύθηκε αμέσως μετά, με ελαφρώς αλλαγμένο το όνομά του). Στην Ισπανία, πιο πρόσφατα, τέθηκε εκτός νόμου η πολιτική έκφραση της ΕΤΑ, δηλαδή της τρομοκρατικής οργάνωσης των Βάσκων. Στην Τουρκία, προ ετών απαγορεύτηκε το νεοϊσλαμικό κόμμα του Ερμπακάν, σε μια περίοδο μάλιστα που ήταν πρώτο στη Βουλή! Τέλος, στη Γαλλία, βάσει ενός νόμου του 1936, που αφορούσε τις «ένοπλες ενώσεις» (ligues armées) και που εξακολουθεί να ισχύει, το υπουργικό συμβούλιο θέτει κατά καιρούς εκτός νόμου τόσο ακροδεξιά όσο και ακροαριστερά γκρουπούσκουλα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο οποίο απευθύνθηκαν οι ενδιαφερόμενοι, απέρριψε τις σχετικές προσφυγές, με τη σκέψη είτε ότι η απαγόρευση στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν δικαιολογημένη (όπως στην περίπτωση του κόμματος Ερμπακάν), είτε - συνηθέστερα - θεωρώντας ότι οι σχετικές προσφυγές ασκούνταν καταχρηστικά.
Στη χώρα μας, εξαιτίας του «αμαρτωλού» παρελθόντος της διατήρησης εκτός νόμου του ΚΚΕ πάρα πολλά χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να περιληφθεί στο Σύνταγμα διάταξη παρόμοια με τη γερμανική απορρίφθηκε το 1975. Εκτοτε, όλοι οι συνταγματολόγοι συμφωνούμε ότι απαγόρευση κόμματος ούτε διά νόμου που ψηφίζει η Βουλή μπορεί να αποφασιστεί (πολύ λιγότερο με πράξη της εκτελεστικής εξουσίας ή με δικαστική απόφαση). Και αυτό, όχι μόνο λόγω της απόρριψης της σχετικής πρότασης, όταν καταρτιζόταν το ισχύον Σύνταγμα, αλλά και γιατί φρονούμε ότι η παροχή μιας τέτοιας δυνατότητας θα εγκυμονούσε κινδύνους για την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Στη δημοκρατία οι ιδέες δεν διώκονται και ανήκει στον λαό να θέτει στο περιθώριο αντιδημοκρατικά κόμματα με την ψήφο του.
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι, οσάκις εμφανίζονται κόμματα διαθέτοντα τάγματα εφόδου, τα οποία κατατρομοκρατούν τους πολίτες και μετέρχονται ανοιχτά τη βία στην «καθημερινή» δράση τους, όπως ήταν η Χρυσή Αυγή, η δημοκρατία θα πρέπει να κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια. Οταν αποδειχθεί με τρόπο ανεπίδεκτο αμφισβητήσεων ότι κάτω από το πέπλο του κόμματος κρύβεται μια οργάνωση που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της εγκληματικής, διότι μετέρχεται συστηματικά τη βία, νομίζω ότι οι υπεύθυνοι, εφόσον αποδεδειγμένα σχεδιάζουν και συμμετέχουν στις έκνομες ενέργειές της, πρέπει να διώκονται. Αν μάλιστα υπάρχουν θύματα, πρέπει να τιμωρούνται αμείλικτα. Κάποιοι υπερευαίσθητοι φιλελεύθεροι φίλοι πρέπει επιτέλους να καταλάβουν ότι η ανοχή των τραμπουκισμών σε μια δημοκρατία και οι παρελάσεις των ταγμάτων εφόδου υπό τα παραγγέλματα του όποιου επίδοξου χιτλερίσκου δεν είναι ένδειξη δύναμης της δημοκρατίας· είναι απόδειξη αδυναμίας.
Με βάση τα ανωτέρω, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, ύστερα από σοβαρή μελέτη και ανταλλαγή απόψεων, ώστε να προληφθούν τυχόν παρενέργειες, να συμπληρωθούν τα κενά που παρουσιάζει στο σημείο αυτό ο εκλογικός νόμος. Σύμφωνα με την πρόταση που πρώτος διατύπωσε ο συνάδελφος Γιώργος Σωτηρέλης, πιστεύω και εγώ ότι είναι σκόπιμο να αναγνωρισθεί στο Α' Τμήμα του Αρείου Πάγου, αρμόδιο κατά το ισχύον δίκαιο για την ανακήρυξη των συνδυασμών, η αρμοδιότητα να αποκλείει από τις εκλογές κόμματα που έχουν χαρακτηρισθεί δικαστικώς εγκληματικές οργανώσεις ή που περιλαμβάνουν στους συνδυασμούς τους πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί, έστω και πρωτοδίκως, για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Φρονώ ότι μια τέτοια λύση δεν θα προσέκρουε στο Σύνταγμα.
Για το μέλλον, εξάλλου, θα πρέπει να επαναφερθεί, κατά τη γνώμη μου, στον ποινικό κώδικα, ως παρεπόμενη ποινή, η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για χρόνο ανάλογο προς τη βαρύτητα ορισμένων ειδικά απαριθμούμενων αδικημάτων. Διότι πιστεύω ότι ο ποινικός δικαστής που δικάζει το κύριο έγκλημα είναι ο πιο κατάλληλος να εκτιμήσει αν, στο πρόσωπο του καταδικαζομένου, συντρέχει και το στοιχείο της ηθικής αναξιότητας και, κατ' επέκταση, η στέρηση από αυτόν της δυνατότητας να διεκδικήσει την ψήφο του ελληνικού λαού.
Ο Νίκος Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του ΕΚΠΑ
------------------------------------------------------------------------
Τα όπλα της Δημοκρατίας
Του Αντύπα Καρίπογλου
Η συζήτηση για τα πολιτικά δικαιώματα των ήδη πρωτόδικα καταδικασθέντων νεοναζί γίνεται, όπως συνήθως στην Ελλάδα, εκ των υστέρων, άναρχα και με εντελώς συγκυριακά κριτήρια. Τα ζητήματα είναι δύο. Τα ατομικά πολιτικά δικαιώματά τους και η νομιμότητα λειτουργίας της ΧΑ. Η συζήτηση και για τα δύο εκκίνησε από στρεβλή βάση.
Ο νέος ΠΚ πράγματι δεν προβλέπει παρεπόμενη ποινή αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων. Η ρύθμιση αυτή είναι κατά τη γνώμη μου απολύτως σωστή, αλλά αυτό είναι αδιάφορο στην παρούσα συζήτηση. Σε κάθε περίπτωση, παραβλέπονται δυο πολύ κρίσιμα δεδομένα: Ούτως ή άλλως, και με τον προηγούμενο ΠΚ, για να εκτελεστεί η παρεπόμενη ποινή απαιτούνταν αμετάκλητη απόφαση, δηλαδή εν προκειμένω σίγουρα μετά τις επόμενες εκλογές. Και έπειτα, το Σύνταγμα επιτρέπει τον περιορισμό του δικαιώματος του εκλέγειν (και άρα και του εκλέγεσθαι) των αμετάκλητα καταδικασθέντων, αν νόμος το ορίσει, χωρίς αυτό να είναι ποινή που πρέπει να απαγγελθεί από ποινικό δικαστήριο (και χωρίς να υπάρχει ζήτημα αναδρομικότητας). Αυτή ήταν και η ορθότερη αντιμετώπιση του ζητήματος, μετά τη θέση σε ισχύ των νέων ποινικών διατάξεων. Δυστυχώς η σημερινή πλειοψηφία, αφού αδράνησε να θεσπίσει τέτοια διάταξη στον εκλογικό νόμο, προκειμένου να εξυπηρετήσει μικροπολιτικές επιδιώξεις, τα έριξε όλα «στον ΠΚ του ΣΥΡΙΖΑ» - που δεν είναι «του ΣΥΡΙΖΑ», αλλά αποτέλεσμα κοπιώδους και σοβαρής προσπάθειας πλήθους κορυφαίων ελλήνων νομικών επί δεκαετίες -, επιλέγοντας να πλήξει ηθικά τον πολιτικό αντίπαλό της και αδιαφορώντας αν έτσι πλήττει το ίδιο το θεσμικό και θεμελιώδες για τη φιλελεύθερη δημοκρατία νομοθέτημα.
Στο δεύτερο ζήτημα, με ευθύνη κυρίως του νομικού κόσμου και των ΜΜΕ, η ποινική δίκη των συγκεκριμένων κατηγορουμένων παρουσιάστηκε ως δίκη αυτού καθ΄αυτού του νεοναζιστικού κόμματος. Ηθικά και πολιτικά μπορεί να είναι έτσι, όμως αυτή η παρανόηση οδήγησε στην απολύτως εσφαλμένη εντύπωση ότι το κόμμα καταδικάστηκε ως εγκληματική οργάνωση και τέθηκε εκτός νόμου. Εύλογα, λοιπόν, οι πολίτες αναρωτιούνται πώς ένα κόμμα-εγκληματική οργάνωση μπορεί να συμμετάσχει στις εκλογές. Και αυτή η «λαϊκή περί δικαίου» αντίληψη οδηγεί σήμερα τη συζήτηση στην ανεύρεση τεχνασμάτων για την απαγόρευση της ΧΑ ως κόμματος. Το Σύνταγμά μας, και ειδικότερα το άρθρο 29, κατά την απολύτως κρατούσα επί 45 χρόνια ερμηνεία του, δεν δίνει τη δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικού κόμματος. Για να γίνει αυτό απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση ή μεταβολή της απολύτως κρατούσας νομολογίας (θετικής και αρνητικής, μην ξεχνάμε ότι επί 45 χρόνια, κανένα από τα πολλά κόμματα που είχαν καταστατικά διακηρυγμένο πολιτικό στόχο την ανατροπή του πολιτεύματος δεν αποκλείστηκε από τις εκλογές). Είναι, πάντως, κάτι που ο κοινός νομοθέτης δεν δικαιούται να ρυθμίσει.
Αυτά τα δύο, σε συνδυασμό με την απολύτως επιπόλαιη και εντυπωσιοθηρική συμπεριφορά του πολιτικού κόσμου, ο οποίος, προκειμένου να καλύψει την επί χρόνια αδράνειά του που άφησε να γιγαντωθεί η ΧΑ (όταν δεν τη χρησιμοποιούσε...), δεν δίστασε να θέσει σε κίνδυνο ακόμη και τη δίκαιη δίκη, μας φέρνουν σήμερα προ ενός μεγάλου κινδύνου. Να νομοθετήσουμε με μόνο κριτήριο τους ανέμους της συγκυρίας, σε μια υπόθεση που κυρίως απαιτεί αντίληψη του ιστορικού ορίζοντα.
Είναι τραγικό το ότι υπάρχει άγνοια ή περιφρόνηση ακόμη και για θεμελιώδεις έννοιες του νομικού μας πολιτισμού, όπως η έκταση της ιδιότητας του κατηγορούμενου και το τεκμήριο αθωότητας που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο μαζί της και την ακολουθεί για όσο αυτή υπάρχει. Και εξίσου τραγικό να επιχειρείται από τον κοινό νομοθέτη η τροποποίηση του Συντάγματος ή η υπόδειξη στα δικαστήρια για τον τρόπο ερμηνείας του. Αυτά τα πράγματα δεν μπορεί να τίθενται εν αμφιβόλω, επειδή αυτό απαιτεί το «λαϊκό περί δικαίου αίσθημα» σε μια φορτισμένη συναισθηματικά στιγμή.
Οσοι καταδικάζονται αμετάκλητα για εγκλήματα του ποινικού δικαίου από τον φυσικό τους δικαστή και με απόλυτο σεβασμό όλων των δικαιωμάτων τους, πρέπει να εκτίουν τις ποινές τους, όπως ο νόμος ορίζει. Οι ιδέες τους πρέπει να συντρίβονται στις κάλπες και μόνο εκεί. Η Δημοκρατία θα πολεμά με τα όπλα της ή δεν θα υπάρχει. Θα πολεμά σκληρά, ανυποχώρητα, βίαια αν χρειαστεί, αλλά με τα όπλα της, όχι με τα όπλα των εχθρών της. Και, όπως υπενθύμισε ο Ηλίας Αναγνωστόπουλος (Καθημερινή, 8.10.2020), «το καθεστώς που ανήγαγε το λαϊκό αίσθημα σε υπέρτατη νομική κατηγορία (...) ήταν αυτό της ναζιστικής Γερμανίας».
Ο Αντύπας Καρίπογλου είναι δικηγόρος
--------------------------------------------------------------------------------------
Τα γεγονότα και τα συμπεράσματα
Του Χριστόφορου Αργυρόπουλου
1 H άποψη, ότι η καταδικαστική απόφαση τερματίζει την εγκληματική παρουσία του νεο-ναζιστικού μορφώματος στον δημόσιο βίο της χώρας είναι ακριβής όσον αφορά τη θεσμική επιβεβαίωση, ότι το εμφανιζόμενο σαν πολιτικό κόμμα λειτουργούσε «εν τοις πράγμασι» ως εγκληματική οργάνωση στην οποία μετείχαν διευθυντικά και άλλα μέλη του και τη σημασία που έχει η απόφαση για την ορθολογική ενημέρωση των πολιτών και η αξιολόγησή της στον δημοκρατικό διάλογο. Σχετικά, όμως, με την πολιτική «εξαφάνιση» των αντι-πολιτικών και αντι-δημοκρατικών αντιλήψεων, που χαρακτήριζε την ακραία δράση της Χ.Α., πρόκειται για ένα πρόωρο συμπέρασμα, το οποίο παρακάμπτει το ιστορικό δεδομένο της αποδοχής των αντιλήψεων αυτών από υπολογίσιμο ποσοστό του εκλογικού σώματος. Εγινε ασφαλώς φανερό, ότι η άσκηση βίας, όπως τυποποιείται από τον νόμο στις αξιόποινες πράξεις, απαγορεύεται και τιμωρείται. Παραμένει, όμως, ουσιώδης πολιτική και επιστημονική διχογνωμία.
2 Το πρόβλημα του «δημοκρατικού ελέγχου» των κομμάτων από την πολιτική εξουσία αντιμετωπίστηκε αρχικά με το πνεύμα, ότι στο άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος δεν τίθεται μια γνήσια περιοριστική ρήτρα, αλλά εκφράζεται μια «σαφής και έντονη πρόθεση αποφυγής κάθε κρατικής επέμβασης στην ελευθερία λειτουργίας των κομμάτων», όπως δέχθηκε το ΣτΕ. Στη συνέχεια, όμως, η απουσία κάθε δημοκρατικού ελέγχου κρίθηκε σαν επικίνδυνη για το πολίτευμα, ιδιαίτερα με την είσοδο στη συνταγματική σκηνή αυτού ακριβώς του βίαιου, φιλοναζιστικού και εχθρικού προς τις δημοκρατικές αξίες «κόμματος». Από την ένταση μεταξύ των αντιθέτων απόψεων (αυτής που προωθούσε τον έλεγχο και εκείνης που απέκλειε ρητά κάθε κρατική επέμβαση στην ελεύθερη λειτουργία των κομμάτων) ανακύπτει ένα σύνθετο ερώτημα αρχικά για το συνταγματικά ανεκτό και ύστερα για το πολιτικά «επιθυμητό»: αν ο νομοθέτης μπορεί να ορίσει ένα minimum δημοκρατικού χαρακτήρα των κομμάτων και πολύ περισσότερο να προβλέψει τη δικαστική διάλυση πολιτικών κομμάτων σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις παραβίασής του.
3 Η ευθύνη για τη θεσμική αντιμετώπιση των κρίσιμων αυτών ζητημάτων ανατίθεται στον Κανονισμό της Βουλής, τον εκλογικό νόμο και ενδεχομένως έναν οργανωτικό νόμο, εκτελεστικό του άρθρου 51 παρ. 1 του Συντάγματος, που θα εκδοθεί. Η σκέψη, ότι η λύση μπορoύσε να προκύψει από την ποινική καταδίκη είναι θεμελιωδώς άστοχη. Το Ποινικό Δίκαιο από τη φύση του, ως «κυρωτικό» μέσο της έννομης τάξης, δεν είναι το πρόσφορο όχημα για την επίλυση πολιτικών προβλημάτων και μάλιστα αυτών που συνάπτονται αμέσως με τη λαϊκή κυριαρχία. Η «εκτός νόμου» θέση πολιτικών κομμάτων, βάσει της «ανατρεπτικής» κοινωνικοπολιτικής θεωρίας που αυτά προωθούν, αποτελεί αρνητική εμπειρία στη σύγχρονη ιστορία μας. Ο νομοθέτης, πάντως, δεν είναι αρμόδιος να καθορίσει τις ποιοτικές διαφορές των ιδεολογιών. Διαφορετικά θα έπρεπε να δεχθούμε, ότι υπάρχει «κρατούσα» ιδεολογία (όπως και θρησκεία), γεγονός άτοπο στη νεωτερική πολιτική κοινωνία του πλουραλισμού και της αμφισβήτησης.
4 Η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων όσων καταδικάστηκαν για τη συμμετοχή τους σε εγκληματική οργάνωση συνιστά, με βάση τη δογματική του Ποινικού Δικαίου, υπέρμετρη αυστηρότητα και ο περιορισμός στην παρεπόμενη ποινή, αποστέρησης θέσεων και αξιωμάτων εκτιμάται από τον νέο Ποινικό Κώδικα ως το ανάλογο και αναγκαίο μέτρο βάσει της αρχής της αναλογικότητας, με συνεκτίμηση της καθολικότητας της δημοκρατικής αρχής και του βασικού πολιτικού δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας. Ανεξαρτήτως, όμως, αυτού η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (εάν ίσχυε και είχε επιβληθεί) θα ήταν προσωρινά απρόσφορη και μακροπρόθεσμα ακατάλληλη να ικανοποιήσει την ανάγκη όχι του αναποτελεσματικού αποκλεισμού των λίγων καταδικασμένων (που μπορούν, προφανώς, άνετα να μετέχουν αφανώς στη λειτουργία της Χ.Α.), αλλά των πολύ περισσότερων πολιτών, που και με εκκρεμή την ποινική διαδικασία, επιδοκίμασαν πρόσφατα τις πρακτικές και τις αντιλήψεις των πρώτων.
5 Σύμφωνα, πάντως, με την κρατούσα άποψη της θεωρίας του Ποινικού Δικαίου «η αμφισβήτηση της νομιμότητας της δημοκρατίας είναι όχι μόνο ανεκτή, αλλά και επιθυμητή, γιατί με την ανοχή της αμφισβήτησης αυτοεπιβεβαιώνεται ως ελεύθερο πολίτευμα και προχωρεί» (Γ.-Α. Μαγκάκης). Η ανεκτικότητα και η δημοκρατική αυτοπεποίθηση εμπνέουν τους πολιτικούς αγώνες κατά του ολοκληρωτισμού και της πάλης εναντίον του «καθημερινού» φασισμού στις προσωπικές και ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις. Διότι με την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων και τη διαρκή ενεργό συμμετοχή των πολιτών στον πολιτικό ανταγωνισμό αποβαίνει καταφανής η ηθικοπολιτική υπεροχή της δημοκρατίας, ως του μόνου πολιτεύματος στο οποίο όλοι «εν μέρει άρχουν και εν μέρει άρχονται».
Ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος είναι δικηγόρος, πρόεδρος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Ποινικού Κώδικα
--------------------------------------------------------------------
Η αποκατάσταση του άρθρου 29 του Συντάγματος
Του Χαράλαμπου Ανθόπουλου
Μετά την καταδικαστική απόφαση για τη Χρυσή Αυγή αποτελεί επιτακτική πολιτική και συνταγματική ανάγκη η αποκατάσταση του άρθρου 29 § 1 Συντ., δηλαδή η επανένωση των δύο μερών του σε μια ενιαία νομική ενότητα. Στο πρώτο μέρος του το άρθρο 29 § 1 Συντ. κατοχυρώνει ένα υποκειμενικό πολιτικό δικαίωμα: την ελευθερία ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα. Στο δεύτερο μέρος του θεσπίζει μια θεσμική εγγύηση που αφορά τα προσδιοριστικά στοιχεία της μορφής-κόμμα κατά το ισχύον Σύνταγμα: τον δημοκρατικό χαρακτήρα της οργάνωσης και της δράσης του.
Η διάσπαση του άρθρου 29 § 1 Συντ. σε ένα κανονιστικό πρώτο μέρος και ένα μη κανονιστικό δεύτερο μέρος είχε μια ιστορικο-πολιτική εξήγηση, ίσως και δικαιολογία, στην πρώτη φάση του κύκλου της μεταπολίτευσης, όταν ήταν ακόμη νωπό ως συνταγματικό αντι-παράδειγμα το «κράτος των εθνικοφρόνων» που θεμελιώθηκε πάνω στον αναγκαστικό νόμο 509. Μετά την άνοδο στην πολιτική σκηνή της Χρυσής Αυγής, ενός κόμματος βίαιου και ανοιχτά φιλοναζιστικού, έγινε πλέον φανερό ότι η πολιτική ratio της ερμηνείας αυτής είχε πλέον εξαντληθεί. Ο τότε εισαγγελέας Εφετών Ισίδωρος Ντογιάκος στην πρότασή του για παραπομπή σε δίκη των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής με την κατηγορία της συγκρότησης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης κατά το άρθρο 187 § 1 Π.Κ., ήταν ο πρώτος που συνέδεσε την αρχή της συνταγματοποίησης των πολιτικών κομμάτων στο πρώτο μέρος του άρθρου 29 § 1 Συντ. με την αρχή της συνταγματικότητάς τους στο δεύτερο μέρος του: «Το ίδιο το Σύνταγμα… θέτει ως πρωταρχική προϋπόθεση για την υπόσταση και τη λειτουργία ενός πολιτικού κόμματος το να εξυπηρετεί η οργάνωση και η δράση του την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Πράγμα που σημαίνει ότι ένα κόμμα με τα χαρακτηριστικά της Χρυσής Αυγής δεν είναι κόμμα κατά την έννοια του άρθρου 29 § 1 Συντ. και θα έπρεπε ήδη από καιρό να έχει τεθεί «εκτός νόμου», αν υπήρχε ένας νόμος που θα προέβλεπε τη δυνατότητα αυτή. Δεν προτείνω εδώ την εισαγωγή του θεσμού της αναγκαστικής δικαστικής διάλυσης των πολιτικών κομμάτων - το κλασικό Parteiverbot -, αυτό μπορεί να γίνει αργότερα ή και να μη γίνει καθόλου. Το γεγονός πάντως ότι δεν προβλέπεται ρητά στο άρθρο 29 § 1 Συντ. δεν είναι καθοριστικό. Ισχύ συνταγματικού κειμένου έχει μόνον αυτό που είπε ο συντακτικός νομοθέτης, όχι αυτό που δεν είπε. Το άρθρο 6 του ισπανικού Συντάγματος, πανομοιότυπο με το άρθρο 29 § 1 Συντ., αποδείχθηκε υπεραρκετό για την εισαγωγή του Parteiverbot στην ισπανική έννομη τάξη (Ley Orgánica 6/2002).
Ανεξάρτητα από το ζήτημα αυτό, ήρθε η ώρα να προβλεφθεί στην ελληνική εκλογική νομοθεσία η δυνατότητα εκλογικής απαγόρευσης των αντιδημοκρατικών κομμάτων, με βάση μια στενή έστω έννοια του «αντιδημοκρατικού κόμματος»: χρήση βίας ή συνηγορία υπέρ της βίας ως μεθόδου πολιτικής δράσης, επιδίωξη μεταβολής των νομοθετικών και συνταγματικών θεμελίων της δημοκρατικής μορφής του κράτους, καταδίκη των υποψηφίων του για συμμετοχή σε εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση ή για εγκλήματα κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η εκλογική απαγόρευση είναι διοικητική πράξη, θα πρέπει όμως να ανατεθεί στο αρμόδιο για την ανακήρυξη των εκλογικών συνδυασμών όργανο, δηλαδή στο Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου. Από τη στιγμή δε που το ΕΔΔΑ έχει αποδεχθεί τον πιο δραστικό δυνατό περιορισμό, δηλαδή την αναγκαστική δικαστική διάλυση των αντιδημοκρατικών κομμάτων (βλ. τις αποφάσεις του για το Refah Partisi και το Herri Batasuna), δεν θα έθετε ζήτημα για τον αποκλεισμό τέτοιου είδους κομμάτων από τις εκλογές, τουλάχιστον για τους λόγους που θα δικαιολογούσαν την απόλυτη απαγόρευσή τους, πάντοτε βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική απόφαση θα βασιζόταν σε ρητή και σαφή νομοθετική διάταξη και δεν θα ήταν αυθαίρετη. Βεβαίως θα πρέπει, ανεξάρτητα από τις επιλογές του ποινικού νομοθέτη στο νέο άρθρο 59 του Ποινικού Κώδικα, να υπάρξει και επανεισαγωγή του θεσμού της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων για ορισμένα εγκλήματα, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 51 § 3 Συντ., αλλά εκτός ποινικού πλαισίου, δηλαδή ως διοικητική κύρωση στο επίπεδο της εκλογικής νομοθεσίας και όχι ως παρεπόμενη ποινή. Η υπόδειξη αυτή του Ευ. Βενιζέλου είναι ορθή και από την άποψη του άρθρου 3-Π1 της ΕΣΔΑ, το οποίο, όπως αποφάνθηκε το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Scoppola (αριθμ. 3), δεν απαιτεί για τη στέρηση των εκλογικών δικαιωμάτων μια απόφαση case-by-case από τον ποινικό δικαστή, εφόσον ο νόμος που τη θεσπίζει διασφαλίζει την αναλογικότητα του μέτρου. Στην περίπτωση όμως αυτήν, η ποινική καταδίκη, που αποτελεί προϋπόθεση για την επιβολή του συγκεκριμένου διοικητικού μέτρου, θα πρέπει να καταστεί αμετάκλητη.
Ο Χαράλαμπος Ανθόπουλος είναι καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης ΕΑΠ
