Η στρεβλή ανάπτυξη του συστήματος υγείας στην Ελλάδα έχει καταγραφεί πολλές φορές στον επιστημονικό και πολιτικό διάλογο. Υπό φυσιολογικές συνθήκες και ανάλογα με τη μεταρρυθμιστική διάθεση που θα επεδείκνυε η κεντρική διοίκηση, τώρα θα μιλούσαμε για την αναδιοργάνωση του συστήματος υγείας, η οποία είναι αναγκαία αφενός λόγω των καταγεγραμμένων προβλημάτων-εμποδίων που αντιμετωπίζουν οι πολίτες κατά την αναζήτηση φροντίδων υγείας αλλά και προκειμένου να εκλογικευθεί – επιτέλους – η κατανομή των πόρων και να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του όλου συστήματος.
Ωστόσο, η πανδημία με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπος όλος ο πλανήτης θέτει νέα ζητήματα στην ατζέντα της πολιτικής υγείας. Ενδεικτικά, η ανάγκη για τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού μηχανισμού δημόσιας υγείας, ο οποίος θα διαπερνά επιμέρους τομεακές πολιτικές και θα συντονίζει κάθε αναγκαία δράση, είναι πλέον εμφανής. Επιπρόσθετα, ο εμπλουτισμός των προσεγγίσεων και της στρατηγικής της χώρας απέναντι στην πανδημία με εργαλεία που προέρχονται από διαφορετικά πεδία όπως π.χ. αυτό της επικοινωνίας, της ανάλυσης των συμπεριφορών υγείας, της οικονομικής επιστήμης, της οργάνωσης των υπηρεσιών υγείας κ.ά., είναι απαραίτητος προκειμένου να αντιμετωπίσουμε το δεύτερο κύμα αλλά και μελλοντικές αντίστοιχες απειλές.
Δικαιολογούν όμως οι νέες(;) αυτές προτεραιότητες της πολιτικής υγείας τη μετάθεση της όποιας ευρύτερης μεταρρυθμιστικής πρωτοβουλίας για τον υγειονομικό τομέα στο μέλλον; Καθόλου, καθώς πολλά από τα διαχρονικά κενά που καλείται να αντιμετωπίσει το σύστημα υγείας μας υπονομεύουν και τις δυνατότητές του απέναντι στην πανδημία. Για παράδειγμα, η ανολοκλήρωτη ρύθμιση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και η οριακή παρουσία της κατ’ οίκον φροντίδας στερούν από το σύστημα μια δυνατότητα έγκαιρης διάγνωσης και διαχείρισης περιστατικών σε πολύ πιο ασφαλείς όρους τόσο για τους πολίτες όσο και για τις δομές που κατά τεκμήριο έχουν αναλάβει το μεγαλύτερο βάρος της πανδημίας και την αντιμετώπιση των πιο σοβαρών κρουσμάτων.
Επιπλέον, η αναδιοργάνωση του νοσοκομειακού χάρτη με κριτήριο τις ανάγκες υγείας του πληθυσμού και, στη βάση αυτής, η κάλυψη των κενών που θα προκύψουν σε ανθρώπινο δυναμικό και εξοπλισμό είναι αναγκαίο να τεθεί επί τάπητος και να ολοκληρωθεί το συντομότερο. Προφανώς μέχρι τότε είναι απαραίτητο να εφαρμοστεί ένας πιο ευέλικτος και άμεσος τρόπος κάλυψης των υφιστάμενων κενών προκειμένου να θωρακιστεί το σύστημα υγείας μας απέναντι (και) στην πανδημία. Επιπρόσθετα, η ουσιαστική ένταξη του ιδιωτικού τομέα στον εθνικό σχεδιασμό για την υγεία και η ενεργοποίησή του κάθε φορά που κάτι τέτοιο κρίνεται απαραίτητο για λόγους που σχετίζονται με τη δημόσια υγεία – εν είδει δικλίδας ασφαλείας – θα αυξήσει σημαντικά τις δυνατότητες του συστήματος και θα διευκολύνει τον όλο σχεδιασμό απέναντι σε έκτακτες συνθήκες.
Αυτή τη φορά λοιπόν δεν υπάρχει περιθώριο για αδράνεια. Οι μη κανονικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν από την πανδημία και οι τελευταίες εξελίξεις σχετικά με τον αριθμό των φορέων του SARS-CoV-2 όχι μόνο δεν επιτρέπουν αναστολή κάθε ιδέας για αναμόρφωση του υγειονομικού τομέα, αλλά επιβάλλουν την άμεση έναρξη μιας τέτοιας πρωτοβουλίας. Διότι ένα «κανονικό» σύστημα υγείας, με ευχερή πρόσβαση των πολιτών στις υπηρεσίες που έχουν ανάγκη, τη συστηματική εκπαίδευσή τους σε ζητήματα που σχετίζονται με την υγεία, τους πόρους που πραγματικά χρειάζεται και έναν βέλτιστο τρόπο κατανομής και διαχείρισής τους, (θα) είναι πιο αποτελεσματικό και απέναντι στην πανδημία.
Ο Κυριάκος Σουλιώτης είναι αν. καθηγητής Πολιτικής Υγείας, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου







