«Η πραγματική Ελλάδα είναι εκτός πραγματικότητος». Η φράση ήταν του Χρήστου Βακαλόπουλου, αλλά την είχε υιοθετήσει απολύτως ο σκηνοθέτης Σταύρος Τσιώλης, από την εποχή που συνεργάστηκαν για την ταινία «Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε» (1992). Ηταν η Ελλάδα που βρισκόταν πίσω και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Η Ελλάδα που δεν είχε μάθει τρόπους και συμπεριφορές στα κανάλια, η Ελλάδα που δεν επιδεικνυόταν, η Ελλάδα που δεν πάσχιζε «να τη δουν». Η Ελλάδα που δεν θα συναντούσες στα κλισέ των ΜΜΕ.

Υπό μια έννοια, ο παραπάνω ορισμός, ή πιο καλά η παραπάνω παραδοξολογία, θα μπορούσε να ταυτίζεται με μια έθνικ ματιά σε τρόπους ζωής και καλλιτεχνικά ιδιώματα που είναι κρυμμένα κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Αλλά ο Σταύρος Τσιώλης έψαχνε βαθύτερα. Οι συρμοί, οι μόδες, τα καλτ τον άφηναν αδιάφορο. Η πραγματική Ελλάδα που πίστευε, αναζητούσε και αναδείκνυε ήταν περιφρονημένη, αλλά δεν ήταν περιθωριακή. Ζούσε, ανάσαινε, διεκδικούσε – αλλά όχι τα ίδια πράγματα που πρόβαλλαν οι μόδες ούτε με τον ίδιο τρόπο. Οι άνθρωποι που ζούσαν έτσι δεν ήταν καθυστερημένοι, δεν ήταν καθηλωμένοι στο παρελθόν, δεν ήταν λιγότερο υποψιασμένοι για τη ζωή. Ούτε ήταν απλοϊκοί, ναΐφ, παραιτημένοι. Ηταν, απλώς, ξεχωριστοί – και, ως ακατάτακτοι, πιθανόν πολύ πιο ενδιαφέροντες.

Ο Τσιώλης, που όπου κι αν πήγαινε δεν έπαυε να δηλώνει ότι είναι Ελληνας, Πελοποννήσιος και Τριπολιτσιώτης, στις ταινίες του των τελευταίων χρόνων προσπάθησε να περιγράψει την Ελλάδα που δεν είχαν περιγράψει τα ΜΜΕ – είτε επειδή θεωρούν ότι δεν πουλάει είτε διότι δεν την έχουν ανακαλύψει. Περιέγραψε επαγγελματίες, κοινωνικές ομάδες, μεμονωμένα πρόσωπα, όχι ιδεότυπους αλλά πραγματικούς ανθρώπους, ο χαρακτήρας των οποίων συχνά ξεχώριζε επειδή ήταν υπερβολικός.

Η υπερβολή και ο σαρκασμός – ιδού λοιπόν δυο από τα αφηγηματικά μεγέθη του σκηνοθέτη Τσιώλη. Δεν ήταν τα μόνα. Ηταν βιρτουόζος του καδραρίσματος και των φακών. Η πρόζα που έγραφε ήταν κράμα λαϊκού ιδιώματος (του δικού του) και κωμωδίας που παραγόταν από την κατάχρηση της κοινοτοπίας. Και οι ηθοποιοί του, επαγγελματίες είτε ερασιτέχνες, έπρεπε να ξεχάσουν πώς παίζουν οι ηθοποιοί στο σινεμά και στην τηλεόραση (το ψέμα, την παραίσθηση, όπως έλεγε) και να ξαναμάθουν να παίζουν από την αρχή.

Η σχέση του Τσιώλη με το σινεμά είναι περιπετειώδης. Τον βοήθησε να βρει την κλίση του, έλεγε, ο Ασάντο Μάριο Τσουκίνι, ένας τροτσκιστής ονόματι Τσούκας στην Τρίπολη των παιδικών του χρόνων, ο οποίος ισχυριζόταν ότι εκείνος είχε γράψει το σενάριο του «Κλέφτη των ποδηλάτων», του αριστουργήματος του ιταλικού νεορεαλισμού. Υποτίθεται ότι του το είχαν κλέψει, κι ότι αν ο Τσιώλης γινόταν κινηματογραφιστής ίσως κάποτε να πήγαινε στο Φεστιβάλ Βενετίας, να κέρδιζε τον Χρυσό Λέοντα και, την ώρα της απονομής του βραβείου, θα έπαιρνε τον λόγο και θα αποκαλυπτε την απάτη.

Με την παραίνεση του Τσουκίνι βρέθηκε στη Σχολή Σταυράκου. Ακολούθησε ο Φίνος, όπου στην αρχή δούλεψε ως βοηθός, αλλά στη συνέχεια σκηνοθέτησε μια μοναδική στο είδος της ταινία καταδίωξης με παιδιά, τον «Μικρό δραπέτη» (1969). Την ίδια χρονιά γύρισε τον «Πανικό», εκμεταλλευόμενος ένα άλλο παράλληλο πάθος του, τους αγώνες αυτοκινήτων (ναι, ο Τσιώλης ήταν και ραλίστας). Εκανε πολλές ταινίες ακόμα, μεταξύ των οποίων την «Κατάχρηση εξουσίας» (1971), για την οποία παινευόταν ότι ήταν για πολλά χρόνια η πιο εμπορική ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, και την ταινία «Φτάσαμεε!» (2004), που έλεγε ότι είναι η ταινία με τα λιγότερα εισιτήρια.

Τις τελευταίες δεκαετίες, δούλευε με στενούς και μόνιμους συνεργάτες – κι ανάμεσά τους, με μόνιμο ηθοποιό τον Αργύρη Μπακιρτζή.

Ο Σταύρος Τσιώλης πέθανε στις 23 Ιουλίου 2019 σε ηλικία 82 ετών. Είχε δουλέψει ως σκηνοθέτης ταινιών κατά τη βιομηχανική (πιο σωστά: τη βιοτεχνική) περίοδο του ελληνικού κινηματογράφου, και μάλιστα στο μεγαλύτερο και το πιο φημισμένο στούντιο, τη Φίνος Φιλμ. Παραμονές της δικτατορίας, ο Τσιώλης αποχώρησε από τον Φίνο και από το σινεμά – και επανήλθε στις αρχές της δεκαετίας του ’80, με την ιδιότητα του παραγωγού-σκηνοθέτη, την εποχή του επιδοτούμενου από το κράτος κινηματογράφου.

Οσο περνούσε ο καιρός, έμοιαζε να αρνείται την ισχυρή διάκριση, την κατάταξη του κινηματογράφου σε παλιό και νέο. Προφανώς, είχε μάθει την τέχνη του, τα μυστικά της στην αυστηρότητα και στους εντατικούς ρυθμούς των στούντιο, πλάι σε άρτιους επαγγελματίες. Από τον Γιάννη Δαλιανίδη στον οποίο μαθήτευσε στα στούντιο έμαθε «τη φαντασμαγορία με το τίποτα», από τον Νίκο Φώσκολο έμαθε πώς εξελληνίζεται, με στόμφο και με φλυαρία, η αμερικανική ταινία δράσης. Από τον Δαλιανίδη, αργότερα, κράτησε το σεβασμό και το πάθος για τη δουλειά, τον Φώσκολο τον χρησιμοποίησε, αφού στην πορεία οι στομφώδεις τρόποι του δασκάλου του, με την κατάλληλη υπονόμευση, παρωδήθηκαν.

Εχοντας συναναστραφεί τον Σταύρο Τορνέ, στην τελευταία ταινία του οποίου «Ενας ερωδιός για τη Γερμανία» (1987) πρωταγωνιστούσε ως ηθοποιός, κατέκτησε την τεχνογνωσία να κάνεις σινεμά με ελάχιστα ή και με καθόλου χρήματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το σωστό θα ήταν ότι εργάστηκε και στα τρία παραγωγικά συστήματα της χώρας: στο εμπορικό, στο κρατοκεντρικό και στην απολύτως ανεξάρτητη σκηνή. Την πορεία αυτή, που οι θεωρητικοί αρέσκονται να τη διαμοιράζουν, ο Τσιώλης την έβλεπε ενιαία και αδιαίρετη. Κάθε ταινία είχε τις δικές της απαιτήσεις, ήταν συνισταμένη των συνθηκών παραγωγής της, της εποχής της, του δικού του διανοητικού και συναισθηματικού βάρους, αλλά ταυτόχρονα ήταν και μια συλλογική προσπάθεια που απαιτούσε σκληρή δουλειά, επινοητικότητα και πολλές θυσίες.