Ο Σαράντος Καργάκος που μας άφησε πρόσφατα ήταν συνομήλικος και συμφοιτητής. Μας ένωσε από την πρώτη στιγμή τα δύσκολα χρόνια της πανεπιστημιακής μας θητείας εν πρώτοις η επαρχιακή μας καταγωγή. Ρουμελιώτης εγώ. Λάκωνας εκείνος. Συνάμα με κοινές νεανικές εμπειρίες, αφού υποστήκαμε ως έφηβοι τον εμφύλιο πόλεμο που στις επαρχίες μας ήταν δεινός. Ο Σαράντος είχε αριστεύσει ήδη εισαγόμενος στη Φιλοσοφική Σχολή τρίτος, αλλά κατά τη διάρκεια των σπουδών του δεν τιμήθηκε με καμιά υποτροφία. Και τότε πληρώναμε δίδακτρα στο Πανεπιστήμιο και αγοράζαμε τα πολυσέλιδα βιβλία των απρόσιτων καθηγητάδων, που, βέβαια, πολλοί από αυτούς ήταν μείζονες επιστήμονες και αυστηροί δάσκαλοι.

Ο Καργάκος από την πρώτη στιγμή εντάχθηκε σε κείνες τις φοιτητικές ομάδες που είχαν αφοσιωθεί στην αγωνιστική διεκδίκηση των προβλημάτων της Ανωτάτης Εκπαίδευσης: ιδεολογικών, μαθησιακών, οικονομικών.

Είναι τότε που κυριαρχεί στους αγωνιστικούς χώρους της φοιτητιώσας νεολαίας από τη μια το Κυπριακό και από την άλλη η διεκδίκηση πόρων, μέσων και σκοπών της μετεμφυλιακής Παιδείας. Στην οδό Σόλωνος όπου ήταν τότε τα αμφιθέατρα της Φιλοσοφικής Σχολής κάθε πρωί, όταν προσερχόμασταν στα μαθήματα (και προσερχόμασταν γιατί πολλοί καθηγητές δεν διένειμαν βιβλία, κυρίως οι αρχαιολόγοι, και έπρεπε να κρατάμε σημειώσεις αν θέλαμε να αντιμετωπίσουμε τις τυραννικές προφορικές εξετάσεις ενός Μαρινάτου ή ενός Ορλάνδου, μυθικών δασκάλων και απρόσιτων), μας υποδέχονταν στην είσοδο με το κομπολογάκι και τα σκούρα γυαλιά, με πολιτικά, οι υπεύθυνοι ασφαλίτες του Σπουδαστικού Μπάμπαλης και Μάλλιος (γνωστή η τύχη τους). Πολλοί από τους συμφοιτητές μας και ανάμεσά τους ο Καργάκος και η ταπεινότητά μου γνωρίζαμε πως δεν είχαμε ελπίδα αποφοιτώντας να διοριστούμε στο Δημόσιο Σχολείο. Μας περίμεναν η ιδιωτική εκπαίδευση και τα φροντιστήρια και εκεί, φυσικά και λογικά, το κριτήριο πρόσληψης ήταν η αριστεία. Ενας έστω μέτριος δάσκαλος και επιστήμονας δεν μπορούσε να σταθεί στην τάξη φροντιστηρίου ούτε μία ώρα. Οι σημαντικότεροι έλληνες εκπαιδευτικοί δίδαξαν κατ’ ανάγκην στα φροντιστήρια, όλοι οι μαθητές και των δημόσιων σχολείων που ετοιμάζονταν για εισαγωγικές εξετάσεις με τη σύσταση και των καθηγητών τους αγόραζαν βιβλία των σπουδαίων φροντιστών, φιλολόγων, μαθηματικών, φυσικών, βιολόγων. Ανάμεσά τους τα βιβλία του Καργάκου, γλωσσικά και ιστορικά. Δεν υπερβάλλω αν ισχυριστώ πως οι γενιές των μαθητών 1955-1967 αλλά και αργότερα έμαθαν γράμματα και πέτυχαν να εισαχθούν στα πανεπιστήμια με βιβλία του Θεάκου, του Μπελεζίνη, του Πατάκη, του Σταυρόπουλου, του Τσατσάκη, του Μάγειρα, του Μανωλκίδη, του Χριστοφίδη, του Λόγγου και βέβαια του Καργάκου. Δεν εξαντλώ τον κατάλογο έξοχων δασκάλων. Η γενιά μου και άλλες μετά από μας γενιές μάθαμε γράμματα από αυτούς τους λειτουργούς της Παραπαιδείας!

Ο Καργάκος ήταν παθιασμένος με τη γλώσσα. Εξάλλου η γενιά μας μεγάλωσε και συνειδητοποιήθηκε με τη θέση του Χάιντεγκερ: «Η γλώσσα είναι το σπίτι του ανθρώπου». Πράγματι, ο άγλωσσος άνθρωπος είναι ανέστιος, επιστρέφει τώρα βέβαια και με αεροπλάνο στα σπήλαια και στην κραυγή.

Την εποχή που εισέρχεται στις τάξεις να διδάξει ο Καργάκος, μετά το ’60, μας έχει στοιχειώσει ο στίχος του Ελύτη στο «Αξιον εστί»: «Μόνη μου έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου» και ο άλλος στίχος: «Οταν σας εύρει το κακό αδελφοί, όταν θολώσει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».

Ο Καργάκος έγραψε πολλά βιβλία γιατί ως δάσκαλος είχε διαγνώσει τη φτώχεια που κουβαλούσαν οι έφηβοι από το μοναδικό βιβλίο για κάθε μάθημα που εγκαινίασε ο Ιωάννης Μεταξάς και βόλευε να συνεχίσουν το μονοφάι και οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις έως σήμερα!

Ετσι θριάμβευσε η σωτήρια παρανομία: κανένας Ελληνας δεν εισήλθε στο Πανεπιστήμιο με μοναδικά εφόδια το κρατικό βιβλίο. Αφήνω που οι εφημερίδες τις εποχές των εισαγωγικών δημοσιεύουν τις ορθές απαντήσεις παραπέμποντας σε φροντιστηριακούς δασκάλους και ανάμεσά τους εκλεκτός ο Σαράντος Καργάκος.

Κάποτε με τον Καργάκο, στην εποχή κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου είχαμε επισκεφτεί τον Παπανούτσο, γενικό γραμματέα του υπουργείου Παιδείας και του υποβάλαμε την άποψη να διορίσει τους σημαντικότερους φροντιστές διευθυντές σπουδών σ’ όλα τα λύκεια της χώρας. Οχι λυκειάρχες, αλλά εισηγητές σπουδών και προγραμματιστές ύλης, έτσι ώστε να μη διαταραχθεί και η επετηρίδα. Ο Παπανούτσος γέλασε και μας είπε: «Μόλις το τολμήσω να βρείτε το πτώμα μου»!

Κάποτε είχαμε δασκάλους του Γένους. Ο Καργάκος και εκατοντάδες ελεύθεροι δάσκαλοι σκοπευτές γαλούχησαν γενιές και γενιές Ελληνοπαίδων.

Ο Καργάκος, ο φίλος, ο συναγωνιστής, ο συνάδελφος, αγαπούσε ιδιαίτερα το τραγούδι μου:

Στον τάφο θα ‘θελα

σαν θα πεθάνω

πως ήμουν δάσκαλος

να γράψουν πάνω

και δίχως λάθη παρακαλώ!