Ακούω τον ήχο της φλογέρας. Φυσάει το καλάμι του καταμεσής του κύκλου ο παις κι ορχούνται πέριξ αυτού οι νύμφες οι μικρές, χορεύουν γύρω του τα άγουρα κοράσια. Κατά τι μεγαλύτερος ο αυλητής, ίσαμε δεκαπέντε χρόνων, τα θήλεα μικρότερα, εκεί γύρω στην έναρξη της εφηβείας. «Μωρή κοντούλα λεμονιά» μπορεί να παίζει το παιδί, μπορεί και «Γιάννη μου το μαντήλι σου» ή «Σου ‘πα μάνα πάντρεψέ με». Κάποιο γνώριμο σκοπό κι αγαπημένο. Ο νεαρός άνδρας με παντελόνι κοντό ακόμη, κάλτσες μέχρι ψηλά στη γάμπα και μάλλινο σκουφί παίζει με σιγουριά κι άνεση το δυτικότροπο σουραύλι του. Τα κορίτσια φορούν τα φτωχικά τους ζακετάκια. Κάνει ψοφόκρυο κι όμως δύο εξ αυτών χορεύουν ξυπόλητα, δεν έχουν παπούτσια, ούτε καλά ούτε και πρόχειρα. Απλώς δεν έχουν. Χορεύουν πιασμένα χέρι χέρι, όπως τα μάθανε οι παππούδες κι οι γονείς τους που καθισμένοι αντικρύ τα παρακολουθούν. Μόλις που διακρίνονται στ’ αριστερά οι άκριες των ποδιών τους εν παρατάξει. Πίσω, στο βάθρο του Ηρώου, στέκει μονάχος του ο πιο μικρός απ’ τα παιδιά, ο παραπονεμένος, πολύ μικρός για τον χορό. Είναι χειμώνας του ’44 της μαύρης Κατοχής. Και είναι μια Κυριακή απόγευμα στην κεντρική πλατεία του χωριού, λίγο πριν δύσει ο ήλιος.

Αξιο παιδί ο Νικηφόρος Ρώτας ενός καθ’ όλα άξιου πατέρα, του σπουδαίου έλληνα συγγραφέα, μεταφραστή και τόσων ακόμη σημαντικών, μα πάνω απ’ όλα του αγωνιστή και πατριώτη Βασίλη Ρώτα. Ο μετέπειτα μεγάλος μουσικός και συνθέτης με τα διεθνή τιμητικά βραβεία ήταν παρών στο «Θεατρικό Εργαστήρι» αρχικά και στη συνέχεια στο «Θέατρο του Βουνού», δύο πρωτοβουλίες μεγάλης εθνικής σημασίας του πατρός, για την εμψύχωση του ταπεινωμένου και βασανισμένου ελληνικού λαού κατά την περίοδο της Κατοχής. Εχοντας βέβαια τη σύμφωνη γνώμη και τη στήριξη του ΕΑΜ. Δωδεκαετής εισήλθε, όχι «εν τω ναώ», αλλά στον διαρκή αγώνα. Μετά την Αθήνα, παρά το νεαρόν της ηλικίας, ακολούθησε τον πατέρα του στη Θεσσαλία βοηθώντας κι αυτός με τις δυνάμεις του να στήνουν από χωριό σε χωριό τις παραστάσεις, να οργανώνουν ομιλίες, χορούς και τραγούδια.

Λίγο πριν από την έναρξη της κάθε παράστασης έβγαινε ο έφηβος Νικηφόρος στεφανωμένος με φύλλα δάφνης ή με κάποιο άλλο πρόχειρο φύλλωμα κι ένα μακρύ ύφασμα, ως ποδήρη χιτώνα, αλλά μόνον από εμπρός, για να του προσδίδει ύφος, κι εξηγούσε στο κοινό τι επρόκειτο να παρακολουθήσει. Και πάντοτε ξεκινούσε με τους στίχους:

Ω, να ‘χαμε προσκήνιο την κορφή του Ολύμπου

και τη βροντή φωνή μας για να διαλαλούμε

της λευτεριάς το κήρυγμα στην οικουμένη!

Ηταν ο εξηγητής! Κι ήταν παιδί και τα ‘λεγε κι ωραία. Χειροκροτούσε ο κόσμος ο απλός της αγροτιάς με θέρμη κι ενθουσιασμό μεγάλο, συγκινημένος για τα πρωτόφαντα πράγματα που έβλεπε και άκουγε. Μα και με σεβασμό, σχεδόν με δέος, πρόθυμος ν’ ανοίξει τα έσω φύλλα της καρδιάς, όλα και μονομιάς εκεί, άγρια τα τελευταία χρόνια τσαλαπατημένα. Οσοι τα έζησαν από κοντά έχουν να το λένε! Αυτός ο «άξεστος» λαός, ο αμόρφωτος για τους αστούς, αλλά ανέγγιχτος από καμώματα και δυτικά τερτίπια, όταν οι περιστάσεις το ‘φεραν και η πατρίδα το εζήτησε, έδειξε τη γνήσια αρχοντιά του την προγονική.

Ακούω τον ήχο της φλογέρας του νεαρού Νικηφόρου. Και τα πατήματα αλόγων να κοντοζυγώνουν από πέρα μακριά. Ερχονται περαστικοί απ’ το χωριό οι αντάρτες, «μαύρα μαλλιά, μαλλιά κοράκου χρώμα, την σκούφια φόραγες λεβέντικα στραβά…». Τα κορίτσια χορεύουν και πηδούν αμέριμνα, παραδομένα στην έξαψη της στιγμής. Ας είναι ξυπόλητα, ας είναι ανυπόδητα, μπορεί και νηστικά τα πιο φτωχά. Χορεύουν πιασμένα όλα μαζί και το καθένα χωριστά από το χέρι της νεότητας, το χέρι της ελπίδας, το χέρι της αξιοπρέπειας. Ισως το φέρει η ανάγκη να πάρουν τ’ άρματα και να ζωστούν τα φισεκλίκια, καθώς τα μεγαλύτερα αδέλφια τους τα φόρεσαν. Προτού προλάβουν ν’ αγαπήσουν μυστικά, πολύ πριν στολίσουν τα μαλλάκια τους με άνθη λεμονιάς. Ποιος να το ξέρει σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς; Μακάρι να μη χρειαστεί. Τώρα χορεύουν σε κύκλο αμέριμνα, γύρω από τον νεαρό Πάνα. Μπορεί και να ‘ναι ερωτοχτυπημένα στα κρυφά μαζί του, το πρώτο πρώτο σκίρτημα που λένε. Κι όλο κάτι στα σιγανά να ψιθυρίζουν μεταξύ τους γι’ αυτόν τον νέο μουζικάντη τον ξένο, τον αμούστακο ακόμη, απ’ την πρωτεύουσα φερμένο, τον γιο του κυρ Βασίλη, το στερνοπούλι του…

Ακούω τον ήχο της φλογέρας. Ολο και χαμηλώνει ο ήλιος. Κάνει κρύο πολύ στην πατρίδα. Για χρόνια θα κάνει μόνο κρύο. Θα έλθουν εξορίες και βασανισμοί των αγωνιστών. Μαύρες μέρες, πιο μαύρες κι από εκείνες της Κατοχής με κάποια διαστήματα μικρά δειλής ανάσας. Μετά η αθλιότητα της χούντας, μετά το πανηγύρι της ψεύτικης ευμάρειας. Και μετά η νέα βαρβαρότητα της πτώχευσης. Ενας άλλος καινούργιος ακήρυχτος πόλεμος. Σκαλί σκαλί πιο χαμηλά, στον Αδη.

Ακούω τον ήχο της φλογέρας. Τον ίδιο. Βλέπω τα παιδιά να σέρνουν και πάλι τον χορό, όπως παλιά. Ναι, είμαστε από καλή γενιά! Οχι γιατί το λέει ο ποιητής. Μα γιατί κάθε φορά καβαλάμε το κύμα. Ευτυχώς, τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα.