Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι εγκλωβισμένες ανάμεσα σε δύο λογικές. Η πρώτη, η δημαγωγική, υποστηρίζει τον κρατοκεντρισμό και την καθαρότητα των εθνικών πολιτισμών. Η άλλη, η τεχνοκρατική, επενδύει στην κατεύθυνση της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, της διευρυνόμενης παγκοσμιοποίησης και της αναπτυσσόμενης ευημερίας.

Η μια λογική αντανακλά την άλλη. Η τεχνοκρατική υποστηρίζει ότι υπάρχει μόνο μία ορθή πολιτική. Ως αποτέλεσμα, ενώ οι κοινωνίες της Ευρώπης εξακολουθούν να κατέχουν / χρησιμοποιούν όλα τα θεσμικά όργανα της δημοκρατίας, η δημόσια πολιτική και εκλογική συζήτηση είναι ένα ελεγχόμενο θέαμα, το οποίο διαχειρίζονται ειδικοί στις τεχνικές πειθούς και το οποίο εστιάζει σε θέματα που οι ειδικοί έχουν επιλέξει. Η δημαγωγική διατείνεται ότι υπάρχει μόνο η αυθεντική βούληση του λαού και επενδύει όχι μόνο σε πλαστές και υπεραπλουστευμένες εκδοχές της πραγματικότητας, αλλά ενισχύει και μυθοπλασίες και διχαστικές προσεγγίσεις (για την παγκοσμιοποίηση και τη μετανάστευση) που προϋπήρχαν πριν από την εποχή της «αφθονίας» του Διαδικτύου.

Η πρόκληση είναι η διαμόρφωση μιας στρατηγικής που απεγκλωβίζει τις δημοκρατίες από τον φαύλο κύκλο αυτής της αντιπαράθεσης. Η ΕΕ κλυδωνίζεται και παραπατάει από κρίση σε κρίση, γεγονός που αντανακλά την ανικανότητα των κρατών – μελών να κατανοήσουν τι έχει συμβεί και αλλάξει. Ας πάρουμε το παράδειγμα της ανάπτυξης. Από την έναρξη της βιομηχανοποίησης η λύση σε όλα τα οικονομικά προβλήματα ήταν η μεγέθυνση της πίτας, της παραγωγής. Αυτό ήταν εφικτό σε έναν άδειο κόσμο, όπου οι ορυκτοί και άλλοι πόροι ήταν σε αφθονία. Σε έναν γεμάτο κόσμο, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οχι μόνο λιγοστεύουν οι πόροι, αλλά προκαλούνται και σημαντικές ζημιές στο περιβάλλον.

Ηρθε, λοιπόν, η στιγμή η ΕΕ να σκεφτεί με άλλο τρόπο. Να αποδομήσει την κυρίαρχη λογική της ανάπτυξης (μεγιστοποίηση του κέρδους) και να την προσαρμόσει σε βιώσιμους και κοινωνικούς στόχους. Να σταματήσει να αντιλαμβάνεται την τρομοκρατία μόνο ως πράξη εκδίκησης στη δυτική ηγεμονία. Να κατανοήσει ότι η μετανάστευση προκύπτει από πολλούς παράγοντες, όπως εμφύλιες ή περιφερειακές συγκρούσεις, επιδημίες, φτώχεια και εκμετάλλευση. Είναι απαραίτητο οι ηγέτες της ΕΕ να προσπαθήσουν να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ της πραγματικότητας και του τρόπου που οι κρίσεις και οι προκλήσεις γίνονται αντιληπτές, οφείλουν δηλαδή να συμβάλουν στη γενική ανάλυση και κατανόηση των ζητημάτων που καλούνται να προσδιορίσουν και να επιλύσουν. Ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή, αναπτυξιακές πολιτικές κ.λπ. απαιτούν τη διαβούλευση πλήθους δρώντων και τη δημιουργία κόμβων για συζήτηση, επιχειρηματολογία και αντιπαραβολή επιχειρημάτων και εποικοδομητική κριτική. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι μια τέτοια διαβουλευτική στρατηγική θα λειτουργήσει σε τροχιά ενίσχυσης της διαφάνειας, της νομιμότητας και επομένως και της αποτελεσματικότητας της δημοκρατίας και της ΕΕ.

Νέα προβλήματα, νέες ευκαιρίες. Οι προϋποθέσεις ήδη υπάρχουν. Στα ζητήματα περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και δράσης για την κλιματική αλλαγή, για παράδειγμα, οι «πράσινες» οργανώσεις έχουν αναγνωριστεί μέσα από την πολιτική ατζέντα που προέκυψε από τα συμπεράσματα της διάσκεψης COP21, όπου η ΕΕ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν ενθαρρυντικά διδάγματα. Οι ομάδες της κοινωνίας πολιτών μπορούν να λειτουργήσουν ως εκφραστές των κοινωνιών και να αποτελέσουν εκφραστές των μηνυμάτων αυτών στους θεσμούς / ηγέτες της ΕΕ. Αυτό δεν σημαίνει την κατάργηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με άμεσες μορφές συμμετοχής και λήψης αποφάσεων. Η κοινωνία πολιτών μπορεί να συμπληρώσει τον εξοπλισμό πολιτικής της ΕΕ, που δεν έχει από μόνη της όλες τις δυνατότητες να χειριστεί αποφασιστικά και αποτελεσματικά τα νέα προβλήματα.

Η καλύτερη πηγή πληροφοριών ή ακόμα και ο πιθανότερος καταλύτης πολιτικής αλλαγής και σταθερότητας σε σειρά σημαντικών ζητημάτων δεν προέρχεται μόνο από το κράτος ή τους θεσμούς της ΕΕ. Τα πανεπιστήμια, οι ΜΚΟ και οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών παρέχουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την κλιματική αλλαγή, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανάπτυξη. Οι πολιτικοί και οι ηγέτες των κρατών – μελών και οι θεσμοί της ΕΕ μπορούν και πρέπει να στραφούν προς αυτές τις εναλλακτικές πηγές πολιτικής δράσης και ενημέρωσης. Να συνειδητοποιήσουν ότι η διακομματική και υπερεθνική στελέχωση των ομάδων της κοινωνίας πολιτών καθώς και η ανταλλαγή απόψεων για τα κρίσιμα ζητήματα μπορούν να προλειάνουν το έδαφος για το σταδιακό ξεπέρασμα των επικίνδυνων εθνικών διαφοροποιήσεων. Το ζητούμενο είναι οι ηγέτες της ΕΕ να αναπτύξουν και να δημιουργήσουν τους χώρους που θα τους επιτρέψουν να «ακούσουν καλύτερα» τις ευρωπαϊκές κοινωνίες που σήμερα ζουν στην ανασφάλεια και στον φόβο. Η γεφύρωση αυτού του χάσματος είναι μία από τις μείζονες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες της ΕΕ.

Ο Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, κάτοχος Εδρας Jean Monnet ΑΠΘ