Οι πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες που αφορούν τις συγχωνεύσεις Πανεπιστημίων – ΤΕΙ δυνητικά οδηγούν στην ανάπτυξη ισχυρών πόλων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε περιφερειακό επίπεδο. Το εγχείρημα έχει πολλές πτυχές, εμπεριέχει έντονο στοιχείο δυνητικότητας ως προς τις επιπτώσεις του και ανοίγει νέους ορίζοντες προσδοκίας για την ανάπτυξη της δημόσιας εκπαίδευσης στη χώρα στον 21ο αιώνα.

Η αναδιαμόρφωση του ακαδημαϊκού χάρτη επιτρέπει δυνητικά την άρση του εκπαιδευτικού και ερευνητικού διπόλου μεταξύ κέντρου και περιφέρειας και με αυτή την έννοια αναπροσανατολίζει την εγκατεστημένη από τη δεκαετία του 1980 πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης και εκπαιδευτικής πολιτικής. Η δημιουργία ισχυρών πόλων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ακολουθεί τη σύγχρονη λογική της απεδαφοποίησης και παραπέμπει σε ένα είδος «περιφερειακής» εκπαιδευτικής ανάπτυξης ενταγμένης στο διεθνές δίκτυο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, επιτρέποντας στα ιδρύματα να επιδοθούν με ισότιμους όρους στη σύναψη διεθνών συνεργασιών με ομοταγή ιδρύματα υψηλού κύρους, στον σχεδιασμό και την υλοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων σπουδών που θα απευθύνονται και στη διεθνή κοινότητα φοιτητών και φοιτητριών, στη συμμετοχή σε ευρωπαϊκά πανεπιστημιακά consortia η δημιουργία των οποίων θα μεταβάλλει ριζικά το ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό τοπίο.

Το εγχείρημα δυνητικά οδηγεί στην αναβάθμιση τόσο της τεχνικής εκπαίδευσης, όσο και γενικότερα της επαγγελματικής κατάρτισης στη χώρα μας. Το πεδίο της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης και της κατάρτισης είναι το ταχύτερα αναπτυσσόμενο πεδίο μεταλυκειακής εκπαίδευσης σε διεθνές επίπεδο. H επένδυση δημοσίων πόρων σε αυτό τον τομέα είναι κομβικής σημασίας για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Θα ήταν παράλογο η επαγγελματική κατάρτιση και η τεχνική εκπαίδευση να συνεχίζουν να σχεδιάζονται και να υλοποιούνται ουσιαστικά ερήμην των ελληνικών ΑΕΙ, των ιδρυμάτων δηλαδή που κατεξοχήν παρακολουθούν τις εξελίξεις στην παραγωγή της γνώσης, στη βασική έρευνα αλλά και στα αναδυόμενα πεδία οικονομίας της γνώσης, εκεί δηλαδή που συναντιούνται η γνώση και οι τέχνες και η δημιουργικότητα με τις τεχνικές και τις πρακτικές της παραγωγής.

Η δημοσιονομική στήριξη διετών προγραμμάτων σπουδών ελεύθερης πρόσβασης μπορεί να υπηρετήσει μια πολιτική διοχέτευσης εθνικών και ευρωπαϊκών πόρων κατάρτισης στα ελληνικά δημόσια ΑΕΙ, τον περιορισμό της διασπάθισης δημοσίου χρήματος από ποικίλες άτυπες «εκπαιδευτικές» δομές και την υπεύθυνη ακαδημαϊκή πιστοποίηση της επαγγελματικής και τεχνικής κατάρτισης των νέων. Η διασφάλιση της πρόσβασης όλων των νέων σε διετή προγράμματα που θα παρέχονται σε περιφερειακό επίπεδο μπορεί να αντιμετωπίσει γενναία την άνιση δυνατότητα πρόσβασης των παιδιών εκτός μεγάλων αστικών κέντρων σε υψηλού επιπέδου δημόσια τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση/κατάρτιση σε περιφερειακό επίπεδο.

Η συγχώνευση ΑΕΙ – ΤΕΙ στην Ελλάδα βασίζεται σε μια επί της αρχής άρση της διάκρισης μεταξύ τεχνολογικής/εφαρμοσμένης από τη μια πλευρά και θεωρητικής από την άλλη γνώσης. Στο συγκαιρινό τεχνοεπιστημονικό περιβάλλον, η συμβατικότητα της διάκρισης μεταξύ θεωρητικής και εφαρμοσμένης γνώσης αποτελεί πια γνωσιακό κεκτημένο. Η άρση αυτής της διάκρισης στον σύγχρονο σχεδιασμό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μόνο ως θεραπεία αναχρονιστικής αγκύλωσης μπορεί να ιδωθεί.

Βέβαια, η ευόδωση αυτής της τόσο κομβικής σημασίας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης προϋποθέτει και απαιτεί τη γενναία επένδυση δημοσίων πόρων και τη σταθερή στήριξη στη φάση της υλοποίησης ενός εγχειρήματος ενίσχυσης των αναπτυξιακών προοπτικών της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με όρους κοινωνικής συνοχής ισότιμης πρόσβασης στην αναδυόμενη κοινωνία και οικονομία της γνώσης.

Η Ιωάννα Λαλιώτου είναι ιστορικός, αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας