Ο Ανακτημένος Χρόνος είναι το έβδομο και τελευταίο μέρος στο μυθιστόρημα – ποταμό Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προυστ. Αυτό το «έργο ζωής» ανακεφαλαιώνεται και συμπληρώνεται, καθώς περνά από την «μπελ επόκ» στη δοκιμασία του πολέμου, από τη νεότητα στην ωριμότητα, στην ασθένεια και στο γήρας, στην απώλεια αγαπημένων προσώπων και στις μοίρες, τις μεταμορφώσεις ή τις μάσκες πολλών από τα πεντακόσια πρόσωπα του έργου. Τι απόγιναν τα «ανθισμένα κορίτσια», η Ζιλμπέρτ, η Αλμπερτίν, ο Σουάν και η Οντέτ, ο Σαιν Λου, ο Σαρλύς, η κ. Βερντυρέν, ο λαμπρός κόσμος των σαλονιών του Φωμπούρ Σαιν Ζερμαίν και του Κομπραί;

Αλλά πέρα από το χρονικό και την αυτοβιογραφική μυθοπλασία, το Αναζητώντας…, ιδίως στο έβδομο μέρος (Ο Ανακτημένος Χρόνος) καινοτομεί ριζικά, εισάγοντας, παράλληλα με το μεγάλο ψυχολογικό είδος, την αυτοαναφορά του λογοτεχνικού εγχειρήματος, τη φιλοσοφημένη αυτοανάλυση της δημιουργίας στην τέχνη, που απασχολεί έκτοτε τον μοντερνισμό.

Μετάφραση – έκδοση

Η πρώτη ελληνική μετάφραση του μεγαλύτερου μέρους του έργου οφείλεται στον Παύλο Ζάννα, που άρχισε την εργασία του στις φυλακές της δικτατορίας, κρατούμενος ως μέλος της Δημοκρατικής Αμυνας. Μια ωραία υπερβολή, κατά την ενθουσιώδη υποδοχή αυτής της τιτάνιας μεταφραστικής δημιουργίας, ήταν το εγκώμιον ότι κάποια ανώτερη πρόνοια είχε επινοήσει τη Χούντα, ώστε να βρει τον χρόνο ο Ζάννας να αναλάβει τη μετάφραση. Ο θάνατος πήρε την εκδίκηση της δικτατορίας διακόπτοντας τη ζωή και το έργο του Π. Ζάννα (1990)· είχε μεταφράσει τα τέσσερα πρώτα μέρη (Από τη μεριά του Σουάν, Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών, Η μεριά του Γκερμάντ, Σόδομα και Γόμορρα) και τον πρώτο τόμο του πέμπτου μέρους (Η φυλακισμένη). Αυτά εκδόθηκαν από τον «Ηριδανό» του Αλ. Παπακώστα σε δώδεκα καλαίσθητους τόμους (1968 – 1999). Με την ίδια αφοσίωση συνέχισε και ολοκλήρωσε τον μεταφραστικό άθλο ο Παν. Πούλος, προσθέτοντας το έκτο μέρος (Η Αλμπερτίν αγνοούμενη, 2014) και τώρα το έβδομο (Ο Ανακτημένος Χρόνος, Σεπτέμβριος 2018), εκδόσεις πλέον της «Εστίας» με τη συνδρομή του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών.

Εδώ οφείλω να διατυπώσω μια απορία παλαιού αναγνώστη: ποια φιλολογική ή εκδοτική δεοντολογία υπηρετεί ως επιμελητής της έκδοσης ο Παναγιώτης Πούλος, όταν στο Επίμετρο «ξεχνάει» την έκδοση του «Ηριδανού» και μάλιστα μιλάει για «πρώτη ελληνική έκδοση» από την «Εστία»; Το ουσιώδες είναι, βέβαια, η καλή ποιότητα της μετάφρασης, η οποία πετυχαίνει να μην επιβαρυνθεί, στη γλώσσα μας, η πελώρια φράση του Προυστ με τον συνωστισμό αναφορών και μεταφορών σε παρενθετικές και εξαρτημένες προτάσεις, κι αυτό χωρίς αβαρίες του νοήματος και του ύφους.

Ας μου επιτραπεί μια επιφύλαξη για την απόδοση της μικρότερης φράσης του Προυστ, τον τίτλο: εξίσου ακριβής η λέξη «ανακτημένος» – αντί του «ξανακερδισμένος» που είχαμε συνηθίσει – αλλά κάπως κολλαριστή και ψυχρή για ένα κείμενο γεμάτο ψυχισμό.

Πιο ενεργώς ενίσταμαι για κάποιες (ελάχιστες) λέξεις στο κείμενο, όπως το ανυπόφορο «εικοσιδυάχρονος», της δημοσιογραφικής γλωσσοπλασίας, που πολιτογραφούνται στη νεοελληνική διά της λογοτεχνίας. Οταν, μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις ο ίδιος επιλέγει πιο καθαρολογικές λύσεις, όπως «απράγμονα ζωή» (αντί άπραγη, άεργη), «ακούσια», «οκνηρία», «ανακτημένος»…

Στα μετόπισθεν

Το πλήθος προσώπων, αναφορών, θεμάτων στον Ανακτημένο Χρόνο κάνει αδύνατη μια σύντομη επισκόπηση (Η «Περίληψη» που προστέθηκε στο τέλος του τόμου – από τη β’ έκδοση της «Pléiade» – πιάνει 13 πυκνές σελίδες). Συμβατικά μπορούμε να ξεχωρίσουμε τα βασικά: Η εμπειρία από τη ζωή στο πολεμικό και μεταπολεμικό Παρίσι (1915 – 1922), οι ιδέες και στάσεις απέναντι στον πόλεμο, η κοινωνική ψυχολογία της ανώτερης τάξης, η ομοφυλοφιλία και «οι γενικές νομοτέλειες που διέπουν τον έρωτα», τέλος η ασθένεια, η απομόνωση και ο δημιουργικός πυρετός του αφηγητή, ιδιαίτερα η λειτουργία της αθέλητης μνήμης.

Το πολεμικό Παρίσι με τις στερήσεις, τη συσκότιση, τους βομβαρδισμούς από αεροπλάνα και Ζέππελιν και, προπάντων, τα ήθη εν πολέμω, η εθνική ιδέα και ο νέος κόσμος που διαμορφώνεται είναι στο κέντρο των παρατηρήσεών του. Οπως προπολεμικά, στην υπόθεση Ντρέυφους, ήταν από τους πιο δραστήριους Ντρεϋφουσικούς, έτσι και στο εθνικό ζήτημα, ο Προυστ είναι με την καλή μεριά. Διαχωρίζει τον πατριωτισμό από τον εθνικισμό και τον μιλιταρισμό, απορρίπτει τις ιδέες του Μωρίς Μπαρρές και του Μωρράς, τιμά τον φίλο του Ρομπέρ ντε Σαιν Λου που έπεσε ηρωικά στο μέτωπο, αποστρέφεται τη γερμανοφιλία του ντε Σαρλύς, αλλά διαφωνεί με τους γερμανοφάγους που ήθελαν την εξουθένωση της Γερμανίας, διακωμωδεί τους ψευτοπατριώτες και τους «λουφαδόρους». Στις πιο προχωρημένες ιδέες διακρίνεται μια ευρωπαϊκή ενωτική συνείδηση που περιλαμβάνει και την Τουρκία: δεύτερος σκοπός μετά τη νίκη, κατά τον Σαιν Λου, είναι «να εξευρωπαΐσουμε την Τουρκία». Επικροτεί, τέλος, τον χωρισμό Κράτους / Εκκλησίας.

Ανάλογη είναι η άποψη του Προυστ για τη σχέση τέχνης, ιστορίας και κοινωνίας: «Η σύλληψη της ιδέας μιας τέχνης λαϊκής ή πατριωτικής μου φαινόταν ευτράπελη αν όχι επικίνδυνη. Εάν το ζητούμενο ήταν να γίνει η τέχνη κατανοητή στον λαό, εις βάρος των εκλεπτύνσεων της μορφής που «ταιριάζουν στους αργόσχολους», είχα αρκούντως συναναστραφεί τους ανθρώπους της υψηλής κοινωνίας για να ξέρω πως αυτοί είναι στην πραγματικότητα οι απαίδευτοι και όχι οι εργαζόμενοι στην Ηλεκτρική Ενέργεια. Από αυτή τη σκοπιά, μια τέχνη λαϊκή ως προς τη μορφή θα απευθυνόταν περισσότερο στα μέλη του Ιππικού Ομίλου απ’ όσο στα μέλη της Γενικής Ομοσπονδίας των Εργαζομένων».

Αναφερόταν στην άποψη του Μπαρρές περί πατριωτικής τέχνης. Τα έργα του Βαττώ και του Λα Τουρ, απαντούσε ο Προυστ, έργα που κατέστρεφαν οι επαναστάτες από πατριωτικό ζήλο, «έχουν περισσότερο τιμήσει τη Γαλλία απ’ όσο όλοι οι ζωγράφοι της Επανάστασης».

Το ναυάγιο και το κρουασάν

Ανελέητη σε ρεαλισμό και ειρωνεία είναι η κριτική των ηθών της υψηλής κοινωνίας που κάνει ο συγγραφέας. «Βαρβαρικές φιέστες», χαρακτήρισε τις πολυτελείς δεξιώσεις και τα γεύματα, ιδιαίτερα την υποκρισία και την επιπολαιότητα των καλών αισθημάτων. Η κυρία Βερντυρέν δεν μπορούσε να στερηθεί, στον πόλεμο, τα κρουασάν για τον πρωινό της καφέ και είχε αποσπάσει ιατρική συνταγή ώστε ένα εστιατόριο να τα παρασκευάζει μόνο γι’ αυτήν· το πρώτο την ημέρα που η εφημερίδα της περιέγραφε το ναυάγιο του βρετανικού υπερωκεανίου «Λουζιτάνια», που τορπιλίσθηκε από γερμανικό υποβρύχιο. Η κ. Βερντυρέν, διαβάζοντας την εφημερίδα, βουτάει στον καφέ το κρουασάν και εκφράζει τη φρίκη της για τον πνιγμό εκατοντάδων ανθρώπων (1.200 θύματα). Αλλά η φρίκη αυτή, σχολιάζει ο αφηγητής, «πρέπει να έχει μειωθεί στο ένα δισεκατομμυριοστό, καθώς ακόμη και τη στιγμή που με γεμάτο το στόμα κλωθογύριζε τις θλιβερές αυτές σκέψεις, η έκφραση που εξέπεμπε το πρόσωπό της, η οποία πολύ πιθανόν να είχε σχέση με τη γεύση του κρουασάν, τόσο πολύτιμου για την καταπολέμηση της ημικρανίας, έδειχνε βαθιά ικανοποίηση».

Οπως λέει ο Πωλ Βαλερύ, ο Προυστ μπόρεσε να συνδυάσει τη δυναμική μιας εσωτερικής ζωής ιδιαίτερα πλούσιας με την έκφραση μιας μικρής κοινωνίας που θέλει και οφείλει να είναι επιφανειακή. «Με το έργο του η εικόνα μιας επιπόλαιης κοινωνίας γίνεται εικόνα βάθους». Αυτά τα πρόσωπα, άλλωστε, δεν είναι ποτέ μονοδιάστατα. «Εξηγώντας τα ο συγγραφέας τα κάνει να φαίνονται σαν άνθρωποι: ανεξήγητοι», σημειώνει ο Σάμουελ Μπέκετ στο δοκίμιό του Προυστ.

Τρίτο φύλο και μάσκες

Οπως στην ενότητα Σόδομα και Γόμορρα και σε όλη τη μυθοπλασία με ηρωίδα την Αλμπερτίν, απέναντι στην ομοφυλοφιλία ο αφηγητής παρουσιάζεται ως παρατηρητής και ηθογράφος συντηρητικός, αλλά προτείνει τη θεωρία περί τρίτου φύλου ή ανδροθήλεος· ο ομοφυλόφιλος συγκινείται από τον ανδρισμό γιατί, χωρίς να το ξέρει, είναι γεννημένος γυναίκα – μια ιδέα που συνδέει τον «ανδρόγυνον» του Πλατωνικού Συμποσίου με τις σύγχρονές του θεωρίες της ψυχανάλυσης.

Ο αφηγητής αναπαριστάνει σατιρικά την ανδρική θηλυπρέπεια, τη γλώσσα και τις θωπείες, παρακολουθεί αόρατος, από μισάνοιχτες πόρτες, θάμνους, φεγγίτες, φινιστρίνια συνευρέσεις του βαρώνου ντε Σαρλύς με τους Ζυπιέν και Μορέλ. Στον Ανακτημένο Χρόνο εκθέτει τις σχέσεις αυτές, σε συνδυασμό με την ανδρική πορνεία και τον σαδομαζοχισμό, σε ωμές σκηνές και διαλόγους στο «ξενοδοχείο» που συντηρεί ο βαρώνος, καταγώγιο όπου συναντώνται οι ίδιοι παρτενέρ των Σοδόμων …, με τύπους της αριστοκρατίας, της Εκκλησίας και του υποκόσμου.

Στα ήθη μιας εποχής όπου η ομοφυλοφιλία συνεπαγόταν κοινωνικό εξοστρακισμό για τους μη γαλαζοαίματους, ακόμη και ποινικές διώξεις, η αυτοβιογραφική μυθοπλασία του Προυστ παρουσιάζεται άτολμη και κρυπτική, όχι όμως επιπόλαιη. Ο Αντρέ Ζιντ τού καταλόγισε ότι, με τον σοδομισμό που χρωματίζει αυτή την αναπαράσταση, συνέβαλε στο να υποχωρήσει κατά πενήντα χρόνια η απενεχοποίηση της ομοφυλοφιλίας· απάντησε ότι δεν κάνει θεωρίες, παρά μόνο πρόσωπα. Για τον αναγνώστη, πράγματι, ελάχιστη σημασία έχει το πραγματολογικό «ντεσού», αν λ.χ. το πρόσωπο με το όνομα Αλμπερτίν ήταν μάσκα του ωραίου σοφέρ ταξί και γραμματέα (φυλακισμένου) του συγγραφέα, που «δραπέτευσε» και σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα. Αθάνατη παραμένει η θηλυκή Αλμπερτίν με τις σαπφικές τάσεις και συναρπαστική η ψυχογραφία του έρωτα, με το σαράκι της ζήλειας, με τον πόνο του χωρισμού και της απώλειας.

«Θυμήσου σώμα»

Μνήμη εναντίον χρόνου

Τον χρόνο που έχασε συμμετέχοντας στη ζωή του κόσμου του τον ξαναβρίσκει στην εξιστόρησή του με τη δική του τέχνη, τη γραφή, και με όργανο την «αθέλητη μνήμη»· η οποία ενεργοποιείται από τυχαία πράγματα όπως η γεύση μιας «μαντλέν» βουτηγμένης στο τσάι, οι ανισόπεδες πλάκες μπροστά στο μέγαρο των Γκερμάντ όπου σκόνταψε, όπως ο ήχος των μαχαιροπίρουνων κ.λπ.

Τότε η μνήμη, «καθώς εισάγει το παρελθόν μες στο παρόν δίχως να το τροποποιεί, αφαιρεί αυτή ακριβώς τη μεγάλη διάσταση του Χρόνου διαμέσου της οποίας πραγματώνεται η ζωή».

Οχι μόνο ο νους αλλά και το σώμα φυλάει και φιλτράρει τη μνήμη· όπως ακριβώς στην ερωτική ποίηση του Καβάφη: «Θυμήσου σώμα…», «Φωνές», «Γκρίζα», «Επέστρεφε»: ας θυμηθούμε τις υπέροχες λέξεις που κλείνουν το τελευταίο αυτό ποίημα: όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη / όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται.

Μόνο η τέχνη εξημερώνει τον θάνατο, αποσπώντας τη συνείδησή μας από την τάξη του χρόνου. Η δική του τέχνη είναι η γραφή: «Το μόνο μέσο για να επανακτήσω τον Χαμένο Χρόνο». Γιατί η αληθινή ζωή, «η μόνη που έχουμε ζήσει ολοκληρωτικά», είναι η λογοτεχνία. Να μια ιδέα που φαινομενικά συνηχεί με την αποδομητική άρνηση, ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα παρά μόνο κείμενο· αλλά είναι, αντίθετα, η θετική, ανθρωπιστική και πολιτισμική άποψη της λογοτεχνικής αναδημιουργίας.

Ο Προυστ καλεί τους αναγνώστες του, ως «αναγνώστες του ίδιου του εαυτού τους», να κρίνουν αν οι λέξεις που διαβάζουν στα βάθη της ψυχής τους ταυτίζονται με τις δικές τους.

Η περιπέτεια του κόσμου που γνωρίζουν και η απόλαυση της ανάγνωσης αρκούν οπωσδήποτε.