Οι Βρυξέλλες κάνουν μια δύσκολη διαπραγμάτευση με τη Ρώμη. Εως τις 13 Νοεμβρίου, η νέα «λαϊκιστική» κυβέρνηση της Ιταλίας θα πρέπει να εξηγήσει στην Κομισιόν πώς σκέπτεται να τροποποιήσει τον προϋπολογισμό ώστε να ικανοποιήσει τις παραμέτρους που έχουν θέσει οι ευρωπαϊκοί θεσμοί για τη μείωση του χρέους (2,3 τρισ. ευρώ) και τη συγκράτηση του ελλείμματος στο 1,9% του ΑΕΠ από 2,4% που προβλέπει ο ιταλικός προϋπολογισμός.

Χωρίς συμφωνία, η Ιταλία κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπη με τις ευρωπαϊκές κυρώσεις αλλά και φυσικά με ένα επικίνδυνο άλμα των επιτοκίων δανεισμού από τις αγορές. Αλλά μέχρι ποιο σημείο μπορούν να φτάσουν οι δυο πλευρές; Εχει η Ιταλία την πολυτέλεια να συγκρουστεί με εταίρους και πιστωτές μόνο για λόγους εθνικής υπερηφάνειας; Εχει η Ευρώπη την πολυτέλεια να ωθήσει την Ιταλία εκτός της ευρωζώνης μόνο για την «ανυπακοή» της στις διαταγές του «διευθυντηρίου» των Βρυξελλών;

Ολοι θυμόμαστε πώς τελείωσε η κρίση ανάμεσα στην Αθήνα, τις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει με ένα πρόγραμμα λιτότητας το οποίο πληρώνουν ακόμη οι έλληνες πολίτες. Σε αντάλλαγμα έλαβε περισσότερα από 200 εκατ. δολάρια ευρωπαϊκής και διεθνούς βοήθειας. Θα έχει λοιπόν και η Ιταλία το ίδιο τέλος;

Η απάντηση, τουλάχιστον θεωρητικά, είναι όχι. Το μέλλον δεν είναι ασφαλώς προδιαγεγραμμένο. Κρίνοντας όμως από τις παραμέτρους του προβλήματος, δεν μπορεί κανείς παρά να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο συμβιβασμός είναι αναπόφευκτος: Ρώμη και Βρυξέλλες θα πρέπει να υποχωρήσουν αμοιβαία για να μη χάσουν τα πάντα. Στις γεωπολιτικές και οικονομικές σχέσεις υπάρχουν πόλεμοι που για να κερδηθούν θα πρέπει να μη γίνουν ποτέ. Μια χρεοκοπία της Ιταλίας που θα είχε προκαλέσει η Ευρώπη θα είχε καταστροφικό αποτέλεσμα καθώς θα απειλούσε τόσο την σταθερότητα της Ευρώπης όσο και των αγορών. Αυτό φαίνεται να προκύπτει και από τη στάση των παικτών της αγοράς οι οποίοι, αν και σήκωσαν τα επιτόκια, δεν φαίνονται διατεθειμένοι να «σκοτώσουν» όπως έκαναν με την Ελλάδα.

Ο λόγος είναι σαφής: ανάμεσα στην Ιταλία και την Ελλάδα υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές. Οχι μόνο επειδή η Ιταλία δεν παρουσίασε ψευδή στοιχεία για το έλλειμμα όπως έκανε η κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά κι επειδή οικονομικοί και πολιτικοί λόγοι καθιστούν αυτήν την κρίση μοναδική στο είδος της. Στο οικονομικό πεδίο, η Ιταλία έχει ένα στέρεο εμπορικό ισοζύγιο, μια βιομηχανία διεθνούς βεληνεκούς αλλά κυρίως ένα χρέος που έχει ληξιπρόθεσμο βάθος για να προκαλέσει ανησυχία βραχυπρόθεσμα. Πέρα από αυτό όμως, εάν οι αμερικανικές τράπεζες ορίζονται ως «too big to fail», πολύ μεγάλες για να χρεοκοπήσουν, το ιταλικό κράτος μπορεί οριστεί ως «too bad to fail» – πολύ κακό για να χρεοκοπήσει.

Με άλλα λόγια, εάν η Ελλάδα μπορούσε να «θυσιαστεί» για την ευρωπαϊκή σταθερότητα, η Ιταλία είναι μια πυρηνική βόμβα για τις αγορές και κυρίως για την οικονομική σταθερότητα των δύο βασικών μετόχων της Ευρώπης, δηλαδή της Γερμανίας και της Γαλλίας. Μια ιταλική χρεοκοπία θα παρέσυρε τις τράπεζες των δύο χωρών με τη δύναμη ενός τσουνάμι. Αρκεί να λάβει υπόψη του κανείς ότι όταν χτυπήθηκε η Ελλάδα από την κρίση, το 2010, οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες κατείχαν 115 δισ. δολάρια σε ελληνικούς τίτλους. Πέντε χρόνια αργότερα, οι τίτλοι αυτοί είχαν μειωθεί στα 8 δισ. δολάρια – και αυτό εξηγεί γιατί όταν η νέα κυβέρνηση της Αριστεράς ξεσηκώθηκε εναντίον της λιτότητας οι δανειστές εμφανίστηκαν πολύ πιο διατεθειμένοι να αφήσουν την Ελλάδα να καταρρεύσει πραγματικά. Πόσο εκτεθειμένες είναι οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες απέναντι στην Ιταλία; Τον περασμένο Ιούνιο, οι γαλλικές τράπεζες επένδυσαν 316 δισ. δολάρια σε ιταλικούς τίτλους…