Σε λίγες μέρες η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας καλείται να κρίνει τη συνταγματικότητα του περιεχομένου του μαθήματος των Θρησκευτικών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Της δίνεται έτσι η ευκαιρία να διορθώσει, σε συντομότατο χρονικό διάστημα από τη δημοσίευση των αποφάσεών της 660 και 926/2018 (Μάρτιο και Απρίλιο), την αντιδεοντολογική και ατυχή κρίση που εξέφερε με αυτές πάνω στο ίδιο θέμα όχι με τη μείζονα αλλά την ελάχιστη δυνατή (17 μέλη) σύνθεσή της. Οτι, δηλαδή, η προβλεπόμενη από το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών συνίσταται στην υποχρεωτική αποδοχή εκείνης των γονέων τους, συνεπώς του επικρατούντος ορθοδόξου δόγματος, με την ομολογιακή (κατηχητική) διδασκαλία του κατά την οποία απαγορεύεται η αναφορά σε άλλα δόγματα ή θρησκείες. Εάν δεν παρέχεται αντίστοιχη ευχέρεια σε μαθητές μη ορθοδόξων γονέων, οι μαθητές αυτοί μπορούν να απαλλαγούν από την παρακολούθηση του απευθυνομένου σε μαθητές ορθοδόξων γονέων μαθήματος. Μη ομολογιακή, δηλαδή θρησκειολογική διδασκαλία, μπορεί να προβλεφθεί για όλους τους μαθητές μόνο μετά την παροχή της ομολογιακής.

Με την απόφαση 2285/2001 όμως της μείζονος 37μελούς Ολομέλειας – είναι το αντιδεοντολογικό πρόβλημα – είχε ήδη αντιθέτως κριθεί ότι το άρθρο 3 του Συντάγματος, που αφορά τις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας και αναγνωρίζει το ορθόδοξο δόγμα ως επικρατούσα θρησκεία, δηλαδή της μείζονος πλειοψηφίας:

Α. Δεν επηρεάζει την κατοχυρωμένη με το άρθρο 13 του Συντάγματος θρησκευτική ελευθερία, στοιχείο της οποίας είναι η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, της αξίωσης δηλαδή έναντι του Κράτους να μην επεμβαίνει στη διαμόρφωση των όποιων θρησκευτικών πεποιθήσεων: πίστης σε κάποια θρησκεία ή μεταβολή αυτής με την υποδοχή άλλης ή καμίας ή του αγνωστικισμού ή της αθεΐας.

Β. Δεν εισάγει προνομιακή μεταχείριση υπέρ των ορθοδόξων. Προσθέτω ότι σε αντίθεση μάλιστα με το άρθρο 3, που υπόκειται σε συνταγματική αναθεώρηση, εκτός από το άρθρο 13 δεν αναθεωρείται και η παρ. 1 του άρθρου 5 που κατοχυρώνει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, μια έκφανση της οποίας είναι και η θρησκευτική συνείδηση.

Η προβλεπόμενη επομένως από το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης κατά την εκπαίδευση πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό τόσο με τις προαναφερόμενες διατάξεις όσο και με το σύνολο των σκοπών της εκπαίδευσης των μαθητών που προβλέπει το ίδιο, που κατατείνει στη «διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες» σε ένα δημοκρατικό καθεστώς προβλεπόμενο από το επίσης μη αναθεωρήσιμο άρθρο 1 του Συντάγματος. Καθεστώς που επιβάλλει να εκπαιδεύονται έτσι ώστε να γίνουν ικανοί να το διαμορφώνουν οι ίδιοι σεβόμενοι τους κανόνες του χωρίς να θεωρούν κάτι αδιαμφισβήτητο, άπαξ διά παντός δεδομένο. Τούτο θα ήταν φραγμός στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. Η εκπαίδευση αυτή είναι αδιανόητη εάν κατ’ αυτήν απαγορεύεται η παρουσίαση όλων των απόψεων που έχουν αναπτυχθεί για τα διάφορα κοινωνικά φαινόμενα, άρα και για το θρησκευτικό. Ετσι μόνο θα αναπτυχθεί μια προσωπική στάση απέναντι και σε αυτό: τούτο είναι η κατά το Σύνταγμα ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης.

Οι γονείς δεν έχουν εξάλλου αποκλειστικό δικαίωμα στα ζητήματα εκπαίδευσης των παιδιών τους γιατί αυτό περιορίζεται στον χώρο του σχολείου από την αντίστοιχη αρμοδιότητα του κράτους, το οποίο όπως αναπτύχθηκε οφείλει να παρέχει διδασκαλία αντικειμενική και πλουραλιστική, χωρίς να επιδιώκει τον δογματικό δεσποτισμό. Αυτό δέχεται και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Σε κατάλληλη ηλικία λοιπόν και μετά από θρησκειολογική διδασκαλία, όπου παρουσιάζεται διεπιστημονικά η ιστορική και συγκριτική μελέτη των θρησκειών, η παρουσίαση δηλαδή του θρησκευτικού φαινομένου, όσοι μαθητές κρίνουν ότι το θέλουν μπορούν να ζητήσουν την παρακολούθηση ομολογιακού μαθήματος Θρησκευτικών. Και όχι αφού έχει αναπτυχθεί κατευθυνόμενα η θρησκευτική τους συνείδηση με την απόκρυψη όλων των διαστάσεων του θρησκευτικού φαινομένου πλην του δογματικού. Αφού δηλαδή έχει αποκλεισθεί η δυνατότητα αντικειμενικής αποτίμησής του. Η δημιουργία μιας διχασμένης προσωπικότητας, ανοιχτής στον διάλογο για κάθε θέμα και κλειστής ως προς το θρησκευτικό, με ό,τι απευκταίο έχει δείξει η Ιστορία ότι αυτό συνεπάγεται και μάλιστα σε περίοδο έξαρσης στον κόσμο του θρησκευτικού φανατισμού, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σκοπός μιας σύμφωνης με το Σύνταγμα εκπαίδευσης.

Ενα άλλο προβληματικό σημείο των αποφάσεων είναι ότι με αυτές παραβιάζεται η μη αναθεωρήσιμη αρχή της ισότητας ακόμα και στο πλαίσιο της κριθείσης με αυτές ως συνταγματικής ομολογιακής διδασκαλίας. Η ετερόδοξη ή ετερόθρησκη διδασκαλία πρέπει να παρέχεται εξίσου με εκείνη της επικρατούσας θρησκείας και το δικαίωμα αυτό δεν αντισταθμίζεται με τη δυνατότητα αποχής από αυτήν του ετερόθρησκου ή ετερόδοξου μαθητή. Εάν θελήσει να μην απόσχει είναι δεκτός αρκεί να μην αναφερθεί σε θέματα της θρησκείας ή του δόγματός του διότι κατά την απόφαση τούτο «θα είχε ως αποτέλεσμα τη μεταβολή ή την αλλοίωση της θρησκευτικής συνείδησης των (ορθοδόξων) μαθητών» ενώ η μεταβολή της δικής του θρησκευτικής συνείδησης είναι αποδεκτό αποτέλεσμα της ομολογιακής διδασκαλίας της επικρατούσας θρησκείας! Αντίστοιχο όμως δικαίωμα του ορθοδόξων γονέων μαθητή, να παρακολουθεί δηλαδή το απευθυνόμενο σε μη ορθοδόξων γονέων συμμαθητές του μάθημα δεν υφίσταται διότι θα είχε το στην περίπτωση αυτή μη αποδεκτό αποτέλεσμα της μεταβολής ή αλλοίωσης της θρησκευτικής του συνείδησης!

Η σε συντομότατο χρονικό διάστημα ανατροπή μιας προβληματικής δικαστικής απόφασης της με ελάχιστη δυνατή σύνθεση Ολομέλειας που ανατρέπει απόφαση της σπανίως δικάζουσας μείζονος Ολομέλειας, έχει το επιπλέον πλεονέκτημα ότι προλαμβάνεται η εκδήλωση των δυσμενών συνεπειών της κρίσης της.

Ο Νίκος Ρόζος είναι επίτιμος αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας – διδάκτωρ της Νομικής