Αν δεν κάνω λάθος, οι σπουδές σας αρχίζουν στη Σχολή Τζούλιαρντ στη Νέα Υόρκη.

Κάνετε μεγάλο λάθος. Οι σπουδές μου αρχίζουν από το Ωδείο Αθηνών. Για να μπορέσεις στη ζωή σου να ταξιδέψεις, χρειάζεται να καταλάβεις κάποια στιγμή πού σε πάει το κύμα, πού σε πάει η θάλασσα. Και το κύμα με πήγαινε σε μια μεγάλη θάλασσα που λέγεται μουσική. Τα πρώτα μου μαθήματα, λοιπόν, τα πήρα από την Καίτη Οικονομίδη, την αδελφή του Φιλοκτήτη. Μετά έδωσα εξετάσεις και μπήκα στο Ωδείο Αθηνών, στην τάξη του Μενέλαου Παλλάντιου. Ενας δάσκαλος πολύ σκληρός, τέρας ειρωνείας. Η αλήθεια είναι ότι είχα στο μυαλό μου τελείως διαφορετικό το θέμα της διδασκαλίας της μουσικής. Αρχισα το 1958, δεν άντεξα όμως περισσότερο από δύο χρόνια, κυρίως δεν άντεξα τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τους μαθητές του ο Παλλάντιος.

Αν δεν κάνω για δεύτερη φορά λάθος, η χρονιά που φεύγετε από το Ωδείο συμπίπτει με την πρώτη σας επαγγελματική εργασία.

Εν μέρει λάθος. Εφυγα από το Ωδείο το 1960 και το 1961 μέσω του ηθοποιού Κώστα Μπάκα, που ανήκε στην εφηβική μας συντροφιά –αν και πολύ μεγαλύτερος από όλους μας –κι είχε φύγει από το Θέατρο Τέχνης, γνωρίζω τον σκηνοθέτη Αλέξη Δαμιανό, έναν πολύ ιδιόρρυθμο και ιδιότροπο άνθρωπο που το μότο του ήταν «δεν θέλω άποψη». Να διευκρινίσω πως όταν μιλώ για την «εφηβική συντροφιά» της εποχής, αναφέρομαι κυρίως στα χρόνια 1957, ’58, ’59 και σε όσους συγκροτούσαμε τη συντροφιά αυτή. Τον Βασίλη Βασιλικό που μόλις είχε γράψει την τριλογία «Το φύλλο, το πηγάδι, τ’ αγγέλιασμα», τον Μένη Κουμανταρέα που μόλις επίσης είχε τελειώσει τη μετάφραση του «Ντέμιαν» του Ερμαν Εσε, τον ζωγράφο Αλέξη Ακριθάκη, τον Θόδωρο Πάγκαλο που τότε ήταν ένας μίσχος και τέρας γνώσεων, καθώς και την πρώτη μου γυναίκα, τη ζωγράφο Μαργαρίτα Μπακοπούλου, που δεν είχαμε ακόμη παντρευτεί. Ο θείος της Μαργαρίτας έγινε αργότερα υπουργός Δικαιοσύνης και Προεδρίας της Κυβερνήσεως επί Γεωργίου Παπανδρέου και αυτός ήταν ο λόγος που, πρωθυπουργός ων ο τελευταίος, παρακολούθησε στο θέατρο Κεντρικόν το 1963 την πρώτη μου λαϊκή συναυλία. Ώς τότε πρωθυπουργός δεν είχε πατήσει το πόδι του σε κάτι αντίστοιχο.

Η συνέχεια της γνωριμίας σας με τον Αλέξη Δαμιανό ποια υπήρξε;

Μου πρότεινε κι έγραψα μουσική για το θεατρικό έργο της Τζέιν Αρντεν «Το πάρτι», που το ανέβασε στο θέατρό του, το Πορεία, της οδού Τρικόρφων. Μια εισαγωγή και κάποιες γέφυρες, σύνολο μουσικής 20 με 25 λεπτά. Θυμάμαι ότι είχα σχηματίσει έναν πολύ περίεργο συνδυασμό οργάνων για το γράψιμο αυτής της μουσικής: άρπα, τρομπέτα, βιολοντσέλο κι ένα εκκλησιαστικό όργανο.

Η συνέχεια της δουλειάς σας συνδέεται με τον Αλέξη Δαμιανό;

Και με τον Δαμιανό. Το φθινόπωρο του 1962 ένα δικό του θεατρικό έργο που λεγόταν «Το τελευταίο φθινόπωρο» το διαδέχεται το έργο ενός νέου θεατρικού συγγραφέα, ενός ανθρώπου κοντού, μ’ ένα μουστακάκι, πολύ χαμηλών τόνων. Ο συγγραφέας είναι ο Αλέκος Γαλανός και το έργο «Τα κόκκινα φανάρια». Επρεπε να γράψω μια καθαρά λαϊκή μουσική, μια μουσική με την οποία δεν τα πήγαινα καθόλου καλά, καθώς ήμουν αφοσιωμένος στην κλασική μουσική μου παιδεία και στις συμφωνικές μου μουσικές. Αρνήθηκα. Με μεταφέρανε ο Δαμιανός με τον Μπάκα κυριολεκτικά σηκωτό στο θέατρο και με καθίσανε μπροστά σ’ ένα πιάνο (που είχε χαρίσει ο Κώστας Νίτσος στη Μαίρη Χρονοπούλου) και κει, για να μπορέσω να ξεφύγω από όλο αυτόν τον καταπιεστικό κλοιό, άνοιξα το θεατρικό έργο. Στην πρώτη του κιόλας σελίδα ήταν γραμμένο το πρώτο τραγούδι του έργου «Του λιμανιού το καλντερίμι όσοι δεν ζήσαν». Εβαλα τα χέρια μου στο πιάνο και μέσα σε δέκα λεπτά μελοποίησα το πρώτο μου λαϊκό τραγούδι. Ετσι αρχίζει η επαγγελματική μου ιστορία, αφού μετά τα θεατρικά «Κόκκινα φανάρια» καταπιάνομαι με τη μουσική για κινηματογραφικές ταινίες.

Στη Σχολή Τζούλιαρντ πότε πηγαίνετε;

Αυτό γίνεται πολύ αργότερα. Εχουμε χάσει στο μεταξύ το «τεύχος» Νάντια Μπουλανζέ. Η Μπουλανζέ υπήρξε ίσως η μεγαλύτερη δασκάλα μουσικής. Οταν πήγα στο Παρίσι, τo 1968, ήταν ήδη 78 χρονών, κι έκανα μαζί της για τρία χρόνια.

Με μια καριέρα που «τρέχει» στο μεταξύ στην Ελλάδα.

Ακριβώς. Τη διακόπτω γιατί βλέπω ότι οι γνώσεις μου για μεγαλύτερες φόρμες δεν είναι αρκετές. Ωραία τα αυτοδίδακτα, αλλά χρειάζεται κάποια στιγμή να περάσει κανείς από ορισμένα σχολειά κι από σωστούς δασκάλους. Είναι οι σημαντικότερες αποσκευές στο δισάκι ενός ανθρώπου. Γυρίζω το 1973 από το Παρίσι, όλα ωραία και καλά, κάνω ό,τι κάνω ώς το 1978, αλλά με ζώνουν πάλι τα φίδια, έχω τους προβληματισμούς μου όσον αφορά την ενορχήστρωση, τη σύνθεση, τόσα και τόσα άλλα. Είχα μια αλληλογραφία την εποχή εκείνη με τον Λέοναρντ Μπέρνσταϊν που μου συστήνει να πάω να βρω τον Ντέιβιντ Ντάιμον στην Τζούλιαρντ. Και πηγαίνω για άλλα τρία χρόνια στην Τζούλιαρντ με τον Ντέιβιντ Ντάιμον, ενώ με τον Μπέρνσταϊν έκανα για δύο χρόνια ανάλυση παρτιτούρας.

Πώς θα σχολιάζατε την ύπαρξη ενός πανθομολογούμενου σχήματος, της τριανδρίας Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος; Κι αν σας φάινεται βαριά η λέξη «τριανδρία», πώς αισθάνεστε ως ο κρίκος μιας αλυσίδας που έχουν σφυρηλατήσει οι τρεις αυτοί μουσικοί;

Αν και διαφωνώ με το πνεύμα της ερώτησης, γιατί εδώ δεν κάνουμε αγώνες δρόμου, πρώτος, δεύτερος, τρίτος, δεν κάνουμε σκυταλοδρομία –έλεος -, συμφωνώ με τις λέξεις «κρίκος» και «αλυσίδα», γιατί η αλυσίδα πρέπει να υπάρχει, αλλά δυστυχώς έχει σπάσει. Αν κάτι μας ένωσε τον Μάνο, τον Μίκη, εμένα και μερικούς άλλους, είναι ένα πράγμα: αυτό που λέγεται ελληνικό φως και που δεν μπορώ να το εξηγήσω. Και με πληγώνει το γεγονός ότι δεν υπήρξε συνέχεια. Αναρωτιέμαι πώς έγινε και μέσα σε μία δεκαετία, από τα μέσα του 1950 ώς το 1967, σημειώθηκε μια επανάσταση στην τέχνη –και στον κινηματογράφο, και στη λογοτεχνία, και στο θέατρο, και στη μουσική, και στη ζωγραφική, κυριολεκτικά ένα Big Bang. Ισως δεν είναι τυχαίο αν σκεφτεί κανείς ότι βγαίναμε από έναν Παγκόσμιο Πόλεμο κι εμείς οι Ελληνες κι από έναν Εμφύλιο. Κάτι που συνεχίστηκε ώς τη Μεταπολίτευση, αν και για μένα ο όρος είναι λάθος γιατί η χούντα δεν είναι πολίτευμα ώστε η συνέχειά της να μπορεί να χαρακτηριστεί ως «Μεταπολίτευση». Εκεί όμως το πράγμα αρχίζει και χαλάει.

Αλλαγή πίστας, κύριε Ξαρχάκο. Πώς γίνεται ένας αυτοδίδακτος καλλιτέχνης όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης να έχει επηρεάσει σε τέτοιον βαθμό έναν ταλαντούχο, αλλά και πεπαιδευμένο καλλιτέχνη όπως εσείς;

Ο Τσιτσάνης ανήκει στην παράδοσή μας. Μην ξεχνάτε λοιπόν ότι εμείς οι νεότεροι σεβαστήκαμε πάρα πολύ την παράδοσή μας, όπως σεβαστήκαμε πάρα πολύ κι όλους αυτούς τους αυτοδίδακτους καλλιτέχνες, όπως ήταν κι ο Μάρκος Βαμβακάρης, ή για να πάμε και σε άλλους χώρους, και ο Μακρυγιάννης. Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονταν οι αυτοδίδακτοι ήταν μέσα από την ίδια τους τη ζωή, μέσα από τα ίδια τους τα πάθη κι αυτό είναι το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο που μπορεί να υπάρξει. Το να μπορώ να αρθρώνω μια πρόταση δεν είναι τίποτε, αφού δεν θα μπορέσω να αρθρώσω ποτέ μου «τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου». Οσο πεπαιδευμένος ή πανεπιστημιακός κι αν είσαι, το μυαλό σου δεν θα μπορέσει να το συλλάβει ποτέ αυτό. Εμείς λοιπόν σεβαστήκαμε αυτούς τους ανθρώπους, ίσως να προσπαθήσαμε να τους πάμε λίγο πιο πέρα τεχνηέντως. Για σκεφτείτε τι θα ήμασταν χωρίς την παράδοσή μας, χωρίς τη λαϊκή μας τέχνη; Αν κάτι μας κράτησε στα 400 χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν η λαϊκή τέχνη και η βυζαντινή αγιογραφία.

Μ’ έναν ευρύ δρασκελισμό να φτάσουμε στη συναυλία της επόμενης Πέμπτης στο Καλλιμάρμαρο, που γίνεται κάτω από την ομπρέλα της κίνησης «Ολοι μαζί μπορούμε».

Κατ’ αρχάς το «Ολοι μαζί μπορούμε» είναι κατά κάποιον τρόπο ένα κίνημα. Δεν είναι μια καινούργια ιστορία, έχει αρχίσει εδώ και πέντε χρόνια. Εμπνευστής της είναι ένας εξαίρετος άνθρωπος, ο Γιάννης Σπανολιός, με τη βοήθεια στην εκδήλωση της Πέμπτης του Σκάι και του Μελωδία. Αφορά τους συνανθρώπους μας που η λαίλαπα των τελευταίων χρόνων τούς έχει εξωθήσει στην επαιτεία, δεν μιλάμε πια για φτώχεια. Το διακύβευμα είναι τα τρόφιμα που θα συγκεντρωθούν. Από τη μια μεριά αισθάνομαι να μου γίνεται μια μεγάλη τιμή με τη συμμετοχή μου στην εκδήλωση, από την άλλη με κυριεύει απέραντη θλίψη όταν αναλογίζομαι τους πολέμους που πέρασε η χώρα αυτή, τους ανθρώπους που έχασε, για να φτάσουμε στο σημείο να δίνει όποιος μπορεί ένα σακουλάκι τρόφιμα για τους ανήμπορους.

Δεν μπορεί να πει κανείς ότι και η εποχή μας δεν είναι μια μεγάλη εποχή, έστω κι αν τη δεις από την πλευρά της τεχνολογικής εξέλιξης. Πώς όμως συμβαίνει στην τέχνη όλα να είναι μικρά, να συνεχίζουμε να «τρώμε» από το παρελθόν;

Δεν συμβαίνει μόνο στην τέχνη, συμβαίνει στην ίδια την κοινωνία, της οποίας είναι καθρέφτης η τέχνη. Η εξήγηση είναι ότι έχει χαθεί η ισορροπία του εσωτερικού με τον εξωτερικό χρόνο, του εσωτερικού με τον εξωτερικό χώρο. Αρχές, αξίες, φαντασία, όραμα, όλα αυτά που ανήκουν στον εσωτερικό μας χρόνο και χώρο είναι σαν να μην υπάρχουν. Υπερισχύουν οι αριθμοί, δηλαδή μας έχουν πάρει από κάτω ο εξωτερικός μας χρόνος και χώρος. Μιλάμε για τον άνθρωπο αριθμό και όχι για τον άνθρωπο ύπαρξη, πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα. Οπως δύο διαφορετικά πράγματα είναι η παγκοσμιότητα και η παγκοσμιοποίηση. Ο πρώτος είναι ιστορικός όρος, ο δεύτερος είναι κατασκευασμένος. Εχουμε χάσει κυριολεκτικά τον μπούσουλα.

Το καταλαβαίνουμε πολύ καλά αυτό όταν ακούμε να λένε «πνίγηκαν 1.000 άτομα, 1.500 άτομα».

Ακριβώς. Ακούμε μόνο νούμερα. Οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους. Πώς θα προχωρήσει όμως ένας άνθρωπος και στη συνέχεια μια χώρα αν δεν έχει αξίες, αν δεν έχει παιδεία, αν δεν έχει όραμα; Κι αν δεν έχει και κάτι άλλο: Πολιτική. Γιατί δεν υπάρχει πολιτική, όπως δεν υπάρχει και πολιτικός λόγος. Υπάρχει μια διαχείριση ενός μαθηματικού ή μάλλον λογιστικού προβλήματος. Αλλά αυτό δεν είναι πολιτική. Ζητώ συγγνώμη που παρασύρθηκα και πέρασα στην πολιτική, αλλά δεν αντέχω άλλο να λογαριάζεται η διαχείριση του λογιστικού προβλήματος ως ενδιαφέρον για τον άνθρωπο. Μιλάμε μόνο για τον ΕΝΦΙΑ, για το ένα, για το άλλο, τι γίνεται εδώ, παιδιά, τι κάνουμε; Με έναν Πρωθυπουργό που δεν είναι Πρωθυπουργός, είναι η Κίρκη κι έχει κάνει ένα Κοινοβούλιο μεταλλαγμένο κι έχει μεταμορφώσει έναν κόσμο όπως ακριβώς μεταμόρφωνε η Κίρκη τους ανθρώπους. Μπράβο, συγχαρητήρια.

ΙΝFO

Ο Σταύρος Ξαρχάκος θα διευθύνει τη συναυλία «Ολοι μαζί μπορούμε» στο Καλλιμάρμαρο (16 Ιουνίου, στις 21.00). Συμμετέχουν οι Χάρις Αλεξίου, Ελένη Βιτάλη, Ελεωνόρα Ζουγανέλη, Σταμάτης Κραουνάκης, Μανώλης Μητσιάς, Γιώργος Νταλάρας, Μίλτος Πασχαλίδης, Αλκηστις Πρωτοψάλτη, Ηρώ Σαΐα