Ολα τόσο προφανή και ταυτόχρονα απόκρυφα και σκοτεινά.

Με την πρώτη ματιά γίνεται φανερό ότι η πόλη είναι ο Βόλος. Τρία τα σημεία αναφοράς.

Το συγκρότημα των καπναποθηκών Παπαστράτου στην άκρη της φωτογραφίας είναι το πρώτο. Μαζί με την καπνοβιομηχανία Ματσάγγου, που βρισκόταν στο κέντρο της πόλης και όπου για δεκαετίες εργάστηκαν πολλές φτωχές κοπέλες, οι λεγόμενες «ματσαγγούλες», ο Παπαστράτος υπήρξε πνεύμονας οικονομίας για την περιοχή της Μαγνησίας, καταλαμβάνοντας ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο μεταξύ των οδών Ιάσονος, Αργοναυτών, Φιλελλήνων και Μαυροκορδάτου. Τυπικό παράδειγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής των αρχών του προηγούμενου αιώνα και με σαφείς αναφορές στον νεοκλασικισμό, το διπλό κτιριακό συγκρότημα είναι τώρα η ψυχή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Το άλλο κτίριο που δεσπόζει στην εικόνα είναι η Εξωραϊστική Λέσχη. Το 1894 ο έμπορος Ιωάννης Σαραφόπουλος, με καταγωγή από το χωριό Πινακάτες, αφού πλούτισε από το εμπόριο βάμβακος στο Μισίρι, επιστρέφει στη γενέτειρά του, κατασκευάζει στα Καλά Νερά το πρώτο ατμοκίνητο ελαιοτριβείο – σαπωνοποιείο, ενώ παράλληλα χτίζει δίπλα στο κύμα τη διώροφη κατοικία με τον εντυπωσιακό εξωτερικό και εσωτερικό διάκοσμο. Η αστική τάξη κάνει την έναρξή της και λίγα χρόνια αργότερα, θέλοντας να μορφώσει τα παιδιά της, θα καλέσει μέσω του γιατρού Δημήτρη Σαράτση τον Αλέξανδρο Δελμούζο, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια τα Αθεϊκά του Βόλου.

Για το τρίτο και τελευταίο σημείο αναφοράς δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Ακόμα και όποιος δεν κατάγεται από την περιοχή εύκολα θα αναγνωρίσει στο βάθος το βουνό των Κενταύρων με τους οικισμούς της Μακρινίτσας, της Κουκουράβας, των Σταγιατών, της Ανακασιάς και της Πορταριάς – το Πήλιο.

Η εποχή του έτους κατά την οποία γίνεται η φωτογραφική απεικόνιση του συγκεκριμένου στιγμιότυπου είναι κι αυτή προφανής. Μας βοηθούν τα θερινά καπέλα, η ελαφρά καλοκαιρινή ένδυση και η ενασχόληση με θαλάσσια αθλήματα. Οσο δε για το τι έχει αποτυπώσει ο φακός, δεν μένει η παραμικρή αμφιβολία ότι πρόκειται για αγώνες κολύμβησης ή κατάδυσης.

Πάνω από εκατό άντρες – μόνο δύο ασπροντυμένες κοπελίτσες ξεχωρίζουν – έχουν ανεβεί σε βάρκες και παρακολουθούν εντυπωσιασμένοι την εκτίναξη του κολυμβητή – καταδύτη. Οπωσδήποτε θα υπάρχουν και άλλοι θεατές, είτε πίσω από τον φωτογραφικό φακό είτε στον λιμενοβραχίονα, το Κορδόνι, απ’ όπου έχει κανείς θέα όλο το παραλιακό μέτωπο της πόλης. Αν εξαιρέσουμε τους πιτσιρικάδες και τους αθλητές, οι υπόλοιποι είναι λίγο-πολύ γιορτινά ντυμένοι: κοστούμια, γραβάτες, καπέλα, φρεσκοσιδερωμένα πουκάμισα, ενώ το επίσημο πρόσωπο ή κάποιος τοπικός άρχοντας ή ο κριτής των αγώνων φοράει κατάλευκο κοστούμι και ομοιόχρωμα υποδήματα. Στ’ αριστερά του μια ομάδα γύρω στους δέκα με δεκαπέντε νεαρούς παρακολουθούν κι αυτοί το θέαμα· φορούν πηλήκια και κάτι που μοιάζει με στολή, μάλλον πρόκειται για αντιπροσωπεία από κάποιο σχολείο ή τμήμα της Φιλαρμονικής.

Κεντρικό πρόσωπο είναι ο νεαρός που εκτελεί την άσκηση. Τον φανταζόμαστε να έχει πάρει κάμποσα μέτρα φόρα, να φτάνει στην άκρη της σανίδας-βατήρα, που βέβαια δεν διαθέτει καμία ελαστικότητα, να πατάει γερά, να εκτινάσσεται κάνοντας εναέρια κυβίστηση και τώρα να βρίσκεται λίγα μέτρα και δευτερόλεπτα προτού πέσει στα νερά του Παγασητικού. Το πώς πέτυχε να συλλάβει ακριβώς τη χρονική στιγμή που ο αθλητής βρίσκεται σε αυτήν τη στάση, δηλαδή με άρτια τεντωμένα και ενωμένα τα πόδια, τοξοειδής καμπύλη ο κορμός και συμμετρικά τοποθετημένα χέρια και παλάμες, είναι αυτό που κάνει τον ανώνυμο φωτογράφο άξιο για πολλά μπράβο και τη φωτογραφία ιδιαίτερα ξεχωριστή.

Αυτά ως προς τα φανερά. Υπάρχουν, όμως, και σημεία που αντιστέκονται στην ευκολία του πρώτου βλέμματος και της γρήγορης ερμηνείας. Πότε γίνονται όλα αυτά; Ποιος ο λόγος της επίδειξης; Και το πιο σημαντικό: Ποιο το πλήθος, ποιες οι ζωές τους;

Ο επάνω όροφος της Εξωραϊστικής έπεσε με τους σεισμούς του ’55 (εξαιτίας αυτού του γεγονότος επισκέφτηκε την πόλη και έγραψε σχετικά ο Αλμπέρ Καμί), ενώ η καπναποθήκη Παπαστράτου με τους τρούλους γνωρίζουμε από μαρτυρίες και αναγνώσματα ότι χτίστηκε το 1935. Την αιματηρή δεκαετία του ’40 αποκλείεται να γίνονταν τέτοιοι αγώνες και, αν κρίνουμε από το στυλ των ρούχων, πρέπει να αποκλειστεί η εκδοχή των ετών 1950-1955. Αρα η πιο πιθανή χρονολογική ένδειξη είναι η περίοδος της δικτατορικής διακυβέρνησης του Μεταξά. Ισως εδώ πρέπει να αναζητηθεί και ο λόγος-αφορμή αυτής της κολυμβητικής πανδαισίας. Τι εορτάζεται; Κατά πάσα πιθανότητα, κάποια επέτειος της 4ης Αυγούστου. Γιατί, λίγο προσεκτικά αν κοιτάξει κανείς, θα δει αναρτημένες στο μέγαρο Σαραφόπουλου τις γαλανόλευκες σημαίες. Και ποια «εθνική εορτή» μπορεί να πανηγυρίζεται μεσούντος του θέρους παρά εκείνη όπου «χαίρεται ο κόσμος / και χαμογελά, πατέρα», δηλαδή μια φιέστα της ΕΟΝ;

Οσο για τις ζωές των παρευρισκομένων, λίγα πράγματα μπορούμε να γνωρίζουμε, πιο πολύ εικάζουμε. Ευκατάστατοι εξ Αλεξανδρείας της Αιγύπτου, μαγαζάτορες με εδώδιμα – αποικιακά στην Ιωλκού και τη Δημητριάδος, μια παρέα από τον συνοικισμό προσφύγων της Νέας Ιωνίας, υπάλληλοι του δήμου, ψαράδες και λιμενεργάτες με τα καλά τους, διευθυντές τραπεζών… Και όλους να τους περιμένει με ανοιχτές δαγκάνες η δεκαετία που θα ακολουθήσει. Θλίβεται κανείς με τη σκέψη ότι κάποιο από τα κοράσια θα λιμοκτονήσει τον χειμώνα του ’42 ή πως σε αρκετούς από τους θεατές μέλλεται να αφήσουν τα κοκαλάκια τους σε κάποιον Γράμμο. Ή, κι αυτό παραείναι τραγικό, ότι ο ιπτάμενος νεαρός κολυμβητής θα χάσει τα πόδια του στα βουνά της Αλβανίας από κρυοπαγήματα.

Τι έχει απομείνει τελικά από μια τέτοια «ζωντανή» φωτογραφία; Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι εις τους αιώνας των αιώνων: ένα σώμα στον ουρανό.