Οι πρόσφατες ανακοινώσεις για το νέο μοντέλο ανάπλασης της ΔΕΘ δεν έπεσαν ως κεραυνός εν αιθρία. Εδώ και μήνες κυκλοφορούσαν φήμες και γίνονταν προκαταρκτικές τοποθετήσεις από την κυβέρνηση και τοπικούς φορείς, φέρνοντας τη συνέχιση του έργου και το χρονοδιάγραμμα του σε μια ενοχλητική αοριστία.
Τελικά επιβεβαιώθηκε πριν λίγες μέρες, με τον πιο επίσημο τρόπο δια στόματος Πρωθυπουργού, ότι εγκαταλείπεται το σχέδιο που επεξεργαζόταν η πόλη για 14 ολόκληρα χρόνια. Και το οποίο είχε τύχει αποδοχής τόσο από κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ όσο και της Νέας Δημοκρατίας.
Και προκαλούνται σοβαρά ερωτήματα γιατί το σχέδιο αυτό έχει περάσει από κρίσιμες και κοπιαστικές διαδικασίες:
- Σύνταξη του Ειδικού Χωρικού Σχεδίου για τη ΔΕΘ
- Αποδοχή του από το Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης και το Περιφερειακό Συμβούλιο Κεντρικής Μακεδονίας (με αποφάσεις σχεδόν ομόφωνες).
- Διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό με συμμετοχή δεκάδων γραφείων από όλο τον κόσμο, με την επίβλεψη του UIA (Διεθνής Ένωση Αρχιτεκτόνων), και με πρόεδρο της Κριτικής Επιτροπής του Διεθνούς Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού για την ανάπλαση της ΔΕΘ, τον βραβευμένο αρχιτέκτονα και επικεφαλής Καθηγητή του Πολεοδομικού Σχεδιασμού στο Harvard Graduate School of Design, Χουάν Μπουσκέτς, που -σημειωτέον- ήταν υπεύθυνος για τον εξαιρετικά επιτυχή σχεδιασμό της Βαρκελώνης πριν τους Ολυμπιακούς αγώνες του 1992.
- Έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος με τους όρους και τις χρήσεις της ανάπλασης
- Σύνταξη της Προμελέτης
- Δηλώσεις και εξαγγελίες περί διαγωνισμού κατασκευής το φθινόπωρο του 2025.
Αξίζει να θυμίσουμε ότι μέχρι και το 2023 για τη συντριπτική πλειοψηφία φορέων της πόλης το υφιστάμενο σχέδιο ήταν αποδεκτό καθώς θα αναβάθμιζε τη ΔΕΘ σε εκθεσιακό φορέα Α’ ευρωπαϊκής κατηγορίας, με όσα αυτό συνεπάγεται για την οικονομική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης και την ενίσχυση του διεθνούς ρόλου της.
Τι συνέβη μετά το 2023 και η πορεία αυτή σταμάτησε απότομα, τα σχέδια για την ανάπλαση κακοφόρμισαν, και η προοπτική αυτή εντέλει αναβλήθηκε …για το μέλλον;
Ένα χρόνο πριν τον εορτασμό των 100 χρόνων από την ίδρυση της ΔΕΘ, κάθε «επαΐων» (ναι ακριβώς αυτοί που διαχρονικά ταλαιπωρούν κάθε μεγάλο έργο της πόλης) έχει και πάλι από μια (διαφορετική!) άποψη για τις υποδομές και την οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Κάθε Δήμαρχος του πολεοδομικού συγκροτήματος προσφέρει και από ένα οικόπεδο για την ανέγερση μιας νέας ΔΕΘ, ή τμήματος αυτής.
Η εξέλιξη και οι υποδομές κάθε περιοχής της πόλης αποτελούν πλέον μια τοπική προτεραιότητα έναντι του στόχου μιας υπερτοπικής ανάπτυξης.
Και τι μας διδάσκει η αντίστοιχη εμπειρία: ότι στο τέλος δε θα γίνει τίποτα, ή θα γίνει… για κάποια επόμενη γενιά, όταν θα έχουν αναβαθμιστεί και οι ανάγκες!
Για το νέο πλάνο της ΔΕΘ, γνωρίζουμε μέχρι στιγμής μόνο κάποιες αρχικές δηλώσεις, καμία ουσιαστική λεπτομέρεια, κανένα σαφές χρονοδιάγραμμα.
Έτσι λοιπόν αναμένουμε με αγωνία να παρουσιαστεί σύντομα ο νέος οδικός χάρτης για την ανάπλαση της ΔΕΘ. Και βέβαια με τα θεμελιώδη ερωτήματα:
- Ποιος θα εκπονήσει τις μελέτες για ένα τόσο εμβληματικό έργο στο κέντρο της πόλης;
- Οι νέες προτάσεις θα περάσουν πάλι από την βάσανο των εγκρίσεων από τα αρμόδια συμβούλια και την έκδοση ενός νέου Προεδρικού Διατάγματος;
- Και ποιος θα είναι ο «κύριος» του έργου, ο φορέας και τα πρόσωπα τα οποία θα φέρουν σε πέρας αυτήν την καινούργια προσπάθεια; Θα το στηρίξουν οι ίδιοι άνθρωποι που τόσα χρόνια υπηρετούσαν ένα άλλο project;
- Πότε επιτέλους ξεκινάει το έργο και πότε θα ολοκληρωθεί;
Ακούσαμε μάλιστα ότι από τα υφιστάμενα κτίρια θα παραμείνει το συνεδριακό κέντρο «Ι. Βελλίδης» το οποίο και χωροταξικά και λειτουργικά αλλά (και κυρίως) αισθητικά δεν αποτελεί ένα κατάλληλο, σύγχρονο συνεδριακό κέντρο. Ποιος το αποφάσισε αυτό; Με ποια κριτήρια;
Επιπλέον, και ενώ προφανώς όλοι λαχταράμε περισσότερο πράσινο στο κέντρο της πόλης (ο όρος «μητροπολιτικό πάρκο» θεωρώ ότι είναι υπερφίαλος για τη μορφή και το μέγεθος του), θα πρέπει να προβλέψουμε τον τρόπο συντήρησης, και φύλαξης που εγγυώνται την καλή του κατάσταση και ασφάλεια. Πολλοί αντίστοιχοι υφιστάμενοι χώροι δεν είναι και πολύ …φιλόξενοι, λίγο μόλις καιρό μετά την παράδοση τους.
Η σημερινή εκτίμηση πάντως για τους γνώστες των διαδικασιών υλοποίησης ενός τέτοιου έργου είναι πικρή: ως πόλη για μια ακόμη φορά χαιρόμαστε να διαφωνούμε και όχι να συναινούμε σε ένα σημαντικό project. Γιατί ποτέ δεν μπορεί ένα τέτοιο έργο να είναι αποδεκτό από όλους και στο όλον. Και προφανώς δεν μπορούμε να αφήνουμε το χρόνο και τις ευκαιρίες να περνάν και να χάνονται.
Και εντέλει ελπίζω να μη γίνει αυτό που συνέβη με ένα project πριν λίγα χρόνια: εκείνο της υποθαλάσσιας οδικής αρτηρίας!
Το μήνυμα «η Θεσσαλονίκη αλλάζει» δεν αντιλαμβάνομαι πλέον τί ακριβώς περιγράφει. Όταν η όποια αλλαγή γίνεται μετ` εμποδίων, αναβολών και ακυρώσεων, μάλλον δεν υπηρετεί το σκοπό της.