Το πρώτο της στοίχημα για τα Τέμπη, ότι το ζήτημα θα ξεχνιόταν σύντομα όπως οι υποκλοπές, η κυβέρνηση το έχασε. Και θα έπρεπε να το περιμένει. Εδώ δεν μιλάμε για την παρακολούθηση των τηλεφώνων κάποιων δημοσιογράφων ή πολιτικών, που στα μάτια της κοινής γνώμης μπορεί και να έχουν λερωμένη τη φωλιά τους, αλλά για τον θάνατο δεκάδων νέων ανθρώπων, που θα μπορούσαν να είναι τα παιδιά ή τα αδέλφια οποιουδήποτε από εμάς. Η κυρίαρχη διάσταση δεν είναι η πολιτική, αλλά η συναισθηματική. Που αποκτά όμως μοιραία στη συνέχεια πολιτικό χαρακτήρα αν διαφανεί ότι γίνονται προσπάθειες προστασίας των υπευθύνων και συγκάλυψης των ευθυνών.

Κι έτσι φτάσαμε, στην πρώτη επέτειο της τραγωδίας, να δείχνουν οι δημοσκοπήσεις μια αξιοσημείωτη φθορά της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού προσωπικά, έστω κι αν αυτό δεν μεταφράζεται σε άμεση απειλή. Σε αυτή τη συγκυρία έρχεται το δημοσίευμα του Βήματος για τη διαχείριση των ηχητικών ντοκουμέντων λίγες ώρες μετά το δυστύχημα. Και η κυβέρνηση βάζει ένα δεύτερο στοίχημα: ότι θα μπορέσει να αποφύγει την απάντηση σε δύο βασικά ερωτήματα (Εγινε μοντάζ; Και αν ναι, ποιος το έκανε;) εμφανιζόμενη ως θύμα ενός πολέμου συμφερόντων. Οι καιροί έχουν αλλάξει όμως από τον Οκτώβριο του 2004, όταν ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής φέρεται να είχε πει σε μια παρέα βουλευτών στον Μπαϊρακτάρη ότι δεν θα αφήσει πέντε νταβατζήδες να χειραγωγήσουν την πολιτική ζωή του τόπου. Τώρα οι τόνοι πρέπει να είναι ακόμη υψηλότεροι. Τώρα ένα από τα πιο φιλελεύθερα κυβερνητικά στελέχη, ο Ακης Σκέρτσος, κατηγορεί επώνυμους δημοσιογράφους ότι «σκυλεύουν τον πόνο» (sic) των ανθρώπων.

Η κυβέρνηση θα μπορούσε να κερδίσει αυτό το στοίχημα – συμβάλλει άλλωστε στη συσπείρωσή της η κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας από την αντιπολίτευση. Ομως εδώ κάνει ένα ακόμη λάθος: υποτιμά τη νοημοσύνη των πολιτών. Τους θεωρεί μια αγέλη χωρίς κρίση που παρασύρεται από τους δημαγωγούς.

Η χθεσινή ανάρτηση του Αδωνη Γεωργιάδη είναι χαρακτηριστική. Ο υπουργός Υγείας δεν αρκείται να κατηγορήσει την αντιπολίτευση ότι συνασπίστηκε γύρω από τα Συμφέροντα και όλοι μαζί «προβάλουν» (sic) τους συγγενείς τον (sic) νεκρών». Προσθέτει ότι, ως αποτέλεσμα της υποχώρησης της κυβέρνησης ενώπιον των συγγενών των νεκρών, ο Ελληνικός Λαός πίστεψε «στη συντριπτική του Πλειοψηφία» (αχ, αυτά τα κεφαλαία) στο «Εγκλημα των Τεμπών» και στη «συγκάλυψη του εγκλήματος». Ο,τι ακριβώς είχε συμβεί, λέει, και μετά τη ναυμαχία των Αργινουσών και τη χυδαία πολιτική εκμετάλλευση του πένθους των συγγενών.

Καμία πρόοδος λοιπόν εδώ και 2.500 χρόνια; Ούτε κουκούτσι μυαλό δεν έχει αποκτήσει πια αυτός ο λαός; Ολο παρασύρεται κι όλο το μετανιώνει; Οι συγγενείς των νεκρών επηρεάζονται από τους κακούς πολιτικούς που κολλάνε πάνω τους σαν βδέλλες και οι πολίτες επηρεάζονται από τους κακούς δημοσιογράφους που υπηρετούν τα Συμφέροντα;

Κάπου μπάζει το αφήγημα.