Μα τι προβολές είναι αυτές. Προβολές φόβων, επιθυμιών και αναγκών πάνω σε ένα τόσο δα τραγουδάκι. Διότι ένα τόσο δα τραγουδάκι είναι το «Ζάρι» των εννέα δημιουργών και των πέντε θαλασσών – όχι, το τελευταίο είναι απ’ αλλού – με τη Μαρίνα Σάττι, η φετινή συμμετοχή της Ελλάδας στη Γιουροβίζιον. Οπως τόσο δα τραγουδάκια είναι όλα όσα συμμετέχουν στον διαγωνισμό. Αν κάτι τους δίνει μια πρόσκαιρη διάσταση, είναι το διεθνές περιβάλλον της διοργάνωσης. Από κει και πέρα πρόκειται για έναν διαγωνισμό ποπ τραγουδιών. Και ποπ σημαίνει κάτι το μαζικό και το εύληπτο. Που συνεπάγεται ημερομηνία λήξης.

Τότε γιατί πιάσαμε και πάλι τα ντουφέκια του Εμφυλίου; Διότι, κατά τη γνώμη μου, το θέμα δεν είναι αυτό καθαυτό το τραγούδι αλλά όλα εκείνα τα στοιχεία που το καθιστούν ιδανικό «πεδίο» για τις προβολές που λέω παραπάνω. Πώς με το που σήκωσε το ραβδί του ο Μωυσής χωρίστηκαν στα δύο τα νερά της Ερυθράς Θάλασσας; Ετσι ακριβώς και με τις πρώτες νότες του τραγουδιού, με τα πρώτα πλάνα του βίντεο κλιπ, χωρίστηκε το κοινό στα δύο, με τους μεν να βρίζουν τους δε. Πρώτη φορά θα ‘ναι; Τώρα όμως το κάνουμε για τους εντελώς λάθος λόγους.

Αν το τραγούδι το έλεγε, για παράδειγμα, η Φουρέιρα, μοστράροντας μαλούρες και ποδάρες, θα άρεσε σε αυτούς που τώρα δεν αρέσει και οι λοιποί θα γύριζαν αδιάφορα την πλάτη. Ομως το πακέτο «Σάττι, ινδικό ηχόχρωμα, αποδόμηση τουριστικών στερεοτύπων» το κάνουν, κατά κάποιον τρόπο, παντιέρα του «κόντρα στη Δύση» και της woke κουλτούρας. Γύρω από την οποία συνωθούνται όσες και όσοι αναζητούν άλλοθι νεανικότητας, επαναστατικότητας, απόστασης από το «αγριεμένο πλήθος» των «κυρπαντελήδων». Από ένα σημείο και μετά ήταν τυφλοσούρτης. Μεγαλοκοπέλες και μεγαλοπαλικάρια που «θέλουν να καθίσουν με τη νεολαία», οπαδοί συγκεκριμένων πολιτικών χώρων, θιασώτες ακόμη πιο συγκεκριμένων πολιτιστικών ιδρυμάτων, ακόλουθοι υπαγορευμένης αισθητικής, διακινητές ψηφισμάτων, υποστηρικτές φλου αρτιστίκ κινημάτων, που προσπαθούν με κάθε τρόπο να δηλώσουν ότι αν δεν ήταν εδώ, θα ήταν κάπου αλλού πολύ καλύτερα, τάχθηκαν υπέρ. Οι υπόλοιποι κατά. Και όσοι το εξέλαβαν ως αυτό που πραγματικά είναι, ένα ανώδυνο τσιφτετελάκι δηλαδή, είναι οι εξαιρέσεις που απλά επιβεβαιώνουν τους κανόνες.

Και τι δεν ακούστηκε ως επιχείρημα σε αυτόν τον τισφτετελοπόλεμο. Από τι θα έλεγε (τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του) ο Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος σαφώς και θα ήταν υπέρ της Σάττι, έως ότι όσοι δεν ενθουσιάστηκαν με το «Ζάρι» είναι μπύθουλες (πόσο μπυθουλέικο να λες τους άλλους μπύθουλες) επειδή δεν μπορούν να αναγνωρίσουν το βαλκανορεγκετόν και το Funk Mineiro.

Κάτι πολύ μακρινές απουσίες

Ψυχραιμία, παιδιά. Το μόνο πρόβλημα που θεωρώ ότι έχει το τραγούδι και κυρίως η εικόνα του είναι ότι το όλο κόνσεπτ στήθηκε από ανθρώπους μεγαλύτερους στην ηλικία, που νομίζουν ότι αυτό που οι ίδιοι θεωρούν νεανικό είναι, όντως, φρεσκαδούρα.

Αν το τραγούδι είχε βγει πριν από είκοσι χρόνια, πριν καν από τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, θα ήταν, και πάλι οριακά, σαν να βγάζει χαριτωμένα τη γλώσσα του στα τουριστικά στερεότυπα. Μόνο που από τότε έχουν αλλάξει πολλά. Ακόμη και τα στερεότυπα. Οι τουρίστες δεν κυκλοφορούν με κρεμασμένες στο στήθος τους φωτογραφικές μηχανές, χρησιμοποιούν το κινητό και σέρνουν τροχήλατα βαλιτσάκια στο Κουκάκι ανάμεσα στα Airbnb. Τρώνε στα μπραντσάδικα – στα τιμημένα σουβλατζίδικα στο Μοναστηράκι βλέπω πια κυρίως Ελληνες. Τα souvenir from Greece έχουν, μετά τους Ολυμπιακούς, άλλη αισθητική ούγια, οι περικεφαλαίες και οι Πάνες με τους σηκωμένους φαλλούς κρέμονται, βέβαια, ακόμη στα σουβενιρομάγαζα αλλά ως υπενθύμιση του ένδοξου παρελθόντος της γραφικότητας. Και έχω πάρα πολλά χρόνια να δω λευκή κάλτσα με πέδιλο, τόσο που αναρωτιέμαι αν αυτή η εικόνα υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα ή ήταν σατιρικό εφεύρημα.

Για να τρολάρεις κάτι, όπως λέμε στα σύγχρονα, πρέπει να έχει δύναμη, να είναι στην ακμή του, όχι μόνο να πουλάει, να μονοπωλεί. Τι νόημα έχει όταν αυτό που χλευάζεις είναι ήδη αποσυρμένο από τη «βιτρίνα» της επικαιρότητας. Και πολλές σκηνές από το βίντεο της Σάττι είναι σαν ό,τι ξέμεινε από το «Επιχείρηση Απόλλων» (1968), από την εποχή που ο Τζορτζ Μισίκος (για του μυημένους) τραγουδούσε στη Ρόδο.